Ιουλίου Τυπάλδου, «Το πλάσμα της φαντασίας»
Εσύ που πρώτη επρόβαλες
σαν όνειρο μπροστά μου,
κι άναψες πάθη ακοίμητα
στην άδολη καρδιά μου,
α! πού ’σαι, πες μου, αγάπη μου,
πού ’σαι, γλυκειά μου ελπίδα;
Τη γην έχεις πατρίδα
ή τ’ άστρα τ’ ουρανού;
Εσέ ζητώ στο χάραμα,
σαν γλυκοφέγγει η μέρα,
εις τον αφρό της θάλασσας,
στον ήσυχον αιθέρα.
Εσέ στην ανθοστόλιστη
του κάμπου πρασινάδα,
στην μυστικήν αχνάδα
του έρμου φεγγαριού.
Πόσες φορές μου φαίνεται
να σε θωρώ μπροστά μου
και από τα στήθια στέκεται
να πεταχθεί η καρδιά μου·
θωρώ τα ουράνια βλέμματα,
τ’ αγγελικό σου στόμα,
τ’ αέρινο το σώμα,
τα ολόχρυσα μαλλιά.
Πόσες φορές, αγάπη μου,
ζητώντας σε στα ξένα,
με πόθο γύρω ασήκωσα
τα μάτια ερωτευμένα,
όπου τα κάλλη ελάμπανε
μες στ’ άνθη, τα λουλούδια,
οπού χοροί, τραγούδια
μαγεύουν την καρδιά.
Κι ελόγιασα να σ’ εύρηκα,
ω ποθητή μου, εσένα·
κι ηύρα γλυκά χαμόγελα
και στήθια παγωμένα·
μία μόνη είδαν τα μάτια μου,
και τ’ ανθηρά της κάλλη
σε παγωμένη αγκάλη
μαραίνονται κρυφά.
Όπου να ιδώ μου φαίνεται,
σε τρυφερή ευμορφία,
ή σε θλιμμένα βλέμματα
να λάμπει αχτίνα θεία,
εκεί η ψυχή μου ρίχνεται
ολόθερμη, αναμμένη,
και στρέφει παγωμένη
στο στήθος το θερμό.
Αγάπησα κι αγάπησα
και σε ποτέ δεν είδα·
α! πού ’σαι, πες μου, αγάπη μου,
πού ’σαι, γλυκειά μου ελπίδα;
Πάθη βαθειά μ’ επλάκωσαν
με δύναμη μεγάλη,
αλλ’ έμεινε στην πάλη
αμόλυντη η καρδιά.
Είδα θολή, κατάμαυρη
η αυγή για με να βγαίνει·
κι έρμη η ψυχή μου απόμεινε,
σ’ όλο τον κόσμο ξένη·
αλλά με μιας η θάλασσα,
τ’ αστέρια, η γη αναζήσαν,
και λόγια μου εμιλήσαν
εγκάρδια, μυστικά.
Συχνά η ψυχή μου υψώνεται
στον άπλαστον αιθέρα,
κόσμους ξανοίγει αγνώριστους,
οπού αναβρύζει η μέρα.
Γύρω αντηχάει ανέκφραστη
ουράνια μελωδία,
χύνουν κρυφή ευωδία
τα ρόδα τ’ ουρανού.
Κι όταν της μοίρας τ’ άσπλαχνο,
το παγωμένο χέρι,
σκορπάει τα ουράνια ονείρατα
σα σύγνεφο τ’ αέρι,
μόλις στης γης την άχαρη
μαύρη ζωή ξυπνάω,
Εσένα αποζητάω,
θείο πλάσμα τ’ ουρανού.
Είν’ εδώ κάτου ακόπιαστα
φθόνος, δειλία και πλάνη·
στολίζει ανείδια πρόσωπα
της δόξης το στεφάνι·
σαν την οχιά, το φίλημα
τα χείλη φαρμακώνει,
η προδοσία πλακώνει
τους κτύπους της καρδιάς.
Αν νιος αετός απότομα
τινάξει τα φτερά του,
άγριο γεράκι ρίχνεται
σαν αστραπή εμπροστά του.
Αν ίσως άστρο αγνώριστο
στον ουρανό προβάλει,
η μαύρη ανεμοζάλη
σηκώνεται με μιας.
Αγάπη μου, σπλαγχνίσου με
και πρόβαλε μπροστά μου·
με σένα κι η Παράδεισο
θα κατεβεί σιμά μου.
Στο αγγελικό το στήθος σου
να γείρω το κεφάλι,
εις τη γλυκειά σου αγκάλη
να βρω παρηγοριά.
Του κόσμου τα πλανέματα
και τες χαρές ν’ αφήσω
και με σε μόνη, αγάπη μου,
σε μίαν ερμιά να ζήσω·
να μας λέει λόγια ανέκφραστα
το τρυφερό λουλούδι,
και μυστικό τραγούδι
τη νύκτα η αστροφεγγιά.
Δάση, βουνά ανθοστόλιστα
και κρυσταλλένια βρύση!
Η ερμιά σας, ναι, την άχαρη
ψυχή μου θ’ αναζήσει·
ο ύμνος, άνθι ουράνιο,
οπού ποτέ δεν σβυέται,
θερμός θέλει πετιέται
απ’ τη θερμή καρδιά.
Πλέρια ν’ ακούσω ατάραχη
την ύπαρξη σιμά σου
και κόσμο και παράδεισο
να βρω στην αγκαλιά σου·
να ’ναι για μας οι μέρες μας,
δική μας η χαρά μας,
τα δάκρυα μας δικά μας,
δύο στήθια μία καρδιά.
Κι όταν ψηλάθε η ύστερη
αυγή για με προβάλει,
να με πλακώσει ο θάνατος
στη σπλαχνική του αγκάλη·
τα μάτια μου, θωρώντας σε,
να μείνουνε σβυμένα
κι η πλάση όλη για μένα
θα ’ναι ενωμένη εκεί.
Εσύ το έρμο μνήμα μου
με ρόδα θα στολίσεις
κι αυγή και βράδι θα ’ρχεσαι
δάκρυα σ’ αυτό να χύσεις·
και μέσα από τον τάφο μου,
σαν αύρα δροσισμένη,
νύχτα βαθειά θα βγαίνει
μια μελωδία κρυφή.
[πηγή: Τυπάλδος, Άπαντα. Ποιήματα-Πεζά-Γράμματα-Μεταφράσματα-Ιταλικά, επιμ. Ντίνος Κονόμος, Εκδόσεις Πηγής, Αθήνα 1953, σ. 55-57]