Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, «Η δάφνη και το αηδόνι. Ύμνος εις τον θάνατον του Έλληνος ποιητού Διονύσιου Κόμητος Σολωμού»

Μαύρισε, κύμα, τον αφρό,
και σεις, βουνά, το χιόνι.
Γιατ’ ήλθε βαρυχειμωνιά
και δε λαλεί τ’ αηδόνι,
τ’ αηδόνι που τραγούδησε
εις του βουνού τη ράχι.
Κλάψτε, βουνά και βράχοι,
τ’ αηδόνι δεν λαλεί…

Και συ, δαφνούλα ελληνική,
φυλλόχλωρη δαφνούλα,
εσύ, που τ’ άνθη σου έλουζες
τη νύχτα στη δροσούλα,
για να σε βλέπη ώμορφη
και να σε καμαρώνη,
πες μου, γιατί τ’ αηδόνι
δαφνούλα, δε λαλεί…

Του μύρισεν η άνοιξι,
που πλάκων’ από πέρα
και λαίμαργο θα σώφυγε
ψηλά μες στον αιθέρα,
πρώτο να πάγη να την βρη
και να την απαντήση,
γλυκά να τη φιλήση,
και να ’λθουνε μαζί.

Αχ! πότε νά ’λθ’ η άνοιξι,
να ιδής αν θα γυρίση!
Αχ! πότε το τριαντάφυλλο,
δαφνούλα μου, ν’ ανθίση,
να πας να βρης τα φύλλα του
να νοιώσης την οσμή του!…
Ποιος ξεύρει την πνοή του
μην εύρης μέσα εκεί;

Αχ! πότε νά ’λθ’ η άνοιξι,
να λυώσουνε τα χιόνια,
να πάψουν τ’ αστραπόβροντα,
να ’λθουν τα χειλιδόνια,
για να τους πης, δαφνούλα μου,
την άσπλαχνή σου μοίρα;
Ποιος ξεύρει, μαύρη χήρα,
κ’ εκείνα τί θα πουν.

Παρηγορήσου, δάφνη μου,
γιατί δεν είσαι μόνη,
που καρτερείς το φίλο σου,
που καρτερείς τ’ αηδόνι.
Να ’ξευρες πόσα κόκκαλα
και σπλάχν’ ανδρειωμένα
στο μνήμα ξαπλωμένα
με σε το καρτερούν.

Το λάλημά σου τ’ άκουσαν
στην πρώτη παρουσία
σαν του πολέμου σάλπιγγα,
σαν άλλη τρικυμία,
κ’ ευθύς επάνω στ’ Άγραφα
βροντούν αστροπελέκια
ανάφτουν τα τουφέκια,
και λάμπουν τα σπαθιά.

Κ’ εκεί που πολεμούσανε
οι μαύρ’ οι πεθαμένοι,
τ’ αηδόνι με το λάλημα
το αίμα τους ζεσταίνει,
και σαν εμοιρολόγαε,
και σαν ετραγουδούσε
η δάφνη πάντ’ ανθούσε,
ανθούσε κ’ η μυρτιά.

Ο φοβερός του αντίλαλος
στο Μισολόγγι φθάνει
την ώρα που του κλούσανε
τα μάτια να πεθάνη,
την ώρα που ο δεσπότης του
φλόγα, καπνό ντυμένος,
ανέβαινε καμμένος
στον ουρανό ψηλά.

Ω! τί γλυκό νανάρισμα!
Ανήκουστη αρμονία!
Του αηδονιού το λάλημα
για κείνα τα θηρία,
σαν εψυχομαχούσανε
κι απλώνανε το σώμα
στα αίματα, στο χώμα
να κοιμηθουν βαθυά.

Επέρασε το λάλημα
λόγγους, βουνά, λιβάδια,
και το νεράκι, πώτρεχε
κρυφά μες στα λαγκάδια,
χαρούμενο σαν τ’ άκουσε
μες στον αφρό το παίρνει
και τρέχοντας το φέρνει
στο κύμα του γιαλού.

Κ’ ευθύς το κύμα φούσκωσε,
εμάνιωσε, θεριεύει,
βλέπει τη γη ελεύθερη
και βράζει και ζηλεύει.
Βογκάει και ανδρειεύεται,
αφρίζει, μεγαλώνει
και την κορφή ψηλώνει
σαν την κορφή βουνού.

Αχ! τότε πόσα βλέμματα,
π’ αστράφταν σαν αστέρια,
εκύτταξαν τη θάλασσα!
Και πόσα, πόσα χέρια,
σα να ’ταν από μάρμαρο
βαρυά κι ανδρειωμένα
εδείχναν τεντωμένα
το κύμα στο γιαλό!

Γιατί κρυφός χτυπόκαρδος
τους είπε πως θα ιδούνε
μια μέρα ν’ ανεμίζουνε,
στ’ αγέρι να πετούνε,
φλάμπουρα γαλανόλευκα,
σαν κύματ’ αφρισμένα
περήφαν’ απλωμένα
σε πέλαγο εθνικό.

Ωστόσο πάντα η θάλασσα
γρούζει, βογκά, μουγκρίζει,
πάντα σπαράζει, δέρνεται,
βράχους, βουνά κλονίζει…
Κρύψου βαθυά στα σύγνεφα
και μη φανείς, φεγγάρι·
δε βλέπεις τον Κανάρη
που στη βοή ξυπνά;

Εξύπνησε σα βάρυπνος,
πετιέτ’ από το μνήμα
και τρέχει κι αγκαλιάζεται
με τ’ άγριο το κύμα,
και δένουνε αχώριστη
και τρομερή φιλία
δυο άσπονδα στοιχεία,
το κύμα κ’ η φωτιά.

Και σαν ανταμωθήκανε
κ’ εβγήκαν ν’ αρμενίσουν,
πλακώνει μαύρος θάνατος
εκείνους π’ απαντήσουν.
Είναι πλατύ κ’ ευρύχωρο
το μνήμα της θαλάσσης…
Κανάρη, μη δειλιάσης,
θυμήσου τα Ψαρά.

Γιατί, γιατί δεν ήμουν
του κεραυνού σου αχτίδα,
γιατί κ’ εγώ της θάλασσας
δεν ήμουν μια ρανίδα,
νά ’λθω μ’ εσένα συντροφιά
Κανάρη, κειό το βράδυ,
σαν άνοιξες τον άδη
κ’ έφαγες την Τουρκιά,

για να σου λέγω πάντοτε,
Κανάρη, μη δειλιάζης
να καις, να πνίγης, να χαλάς,
τους άπιστους να σφάζης,
κι ανάμεσα στα γαίματα
ν’ ανάφτω την οργή σου
φωνάζοντας, «θυμήσου
τα λόγια τ’ αηδονιού;»

Τα λόγια που σου ελάλησε
γλυκά στο περιβόλι,
τότε σαν ήλθε σκούζοντας
το έρμο από την Πόλι,
και σου ’πε πως απάντησε
άγιο κορμί πνιμένο
στην άκρη πεταμένο
του έρημου γιαλιού·

και σου ’πε πως εσίμωσε
για να το ψηλαφήση,
και βλέπει… κι ανατρίχιασε…
και πέφτει να φιλήση·
κ’ εκεί που επλησίασε
στου μάρτυρα τα χείλη,
σχοινί για πετραχήλι
του βλέπει στο λαιμό.

Και τόσο άσπλαχν’ η θηλειά
τον Πατριάρχη σφίγγει,
τόσο του χώνεψε βαθυά,
πώκοψε το λαρύγγι,
κι άνοιξε στόμα δεύτερο,
που μέρα νύχτα κράζει
και πάντα σας φωνάζει:
«Εκδίκησι ζητώ».

Το φοβερό το μήνυμα
σαν έφερε τ’ αηδόνι,
τραβιέτ’ επάνω στα βουνά
και τα φτερά διπλώνει
κι αναγαλλιάζει βλέποντας
τη δάφνη του ν’ ανθίζη
κι άνοιξι να μυρίζη
στα μαύρα τα ορφανά.

Τριάντα χρόνοι επέρασαν
σαν να ’τανε μια μέρα!
Και πάντα παραμόνευε
κ’ ερώτα τον αγέρα,
που φύσαγε απ’ τον Όλυμπο,
τί μήνυμα του φέρει
κι αν έλαμψε τ’ αστέρι
στου Πίνδου τα βουνά.

Ω! τί χαρά που το ’πιασε
το έρημο τ’ αηδόνι!
Αμέσως αναφτέρωσε,
πετά και ξανανιώνει,
σαν έμαθε, σαν άκουσε
ψηλά στη Θεσσαλία
ν’ ανοίγει τα μνημεία
του Πέτρου το σπαθί.

Θυμήθηκε τα νιώτα του,
την πρώτη τη λαλιά του,
κι αρχίνησε το λάλημα
κρυφά στην ερημιά του…
Δαφνούλα μου, τί σώμελλε
εκείνα του τα λόγια
να γένουν μοιρολόγια
κ’ η έσχατη πνοή!

Τώρα τα κρύα κόκκαλα
ποιος θά ’λθει να τα κράξη;
Ποιος άγγελος ανάστασι
θα ’λθη να τους φωνάξη,
και ποιο πουλί θα να ’ρχεται
χαρούμενο το βράδυ
ελπίδες μες στον άδη
να φέρνη και χαρά;

Ας σφραγισθούν τα μνήματα
και πάλ’ ας χορταριάσουν,
οι πεθαμένοι ας απλωθούν
στο μνήμ’, ας ησυχάσουν.
Ποιος ξεύρει πόσαις άνοιξες
θα να διαβούν και χρόνοι,
που δε θα ιδούν τ’ αηδόνι
και την πρωτομαγιά!

[πηγή: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Άπαντα, τόμος πρώτος, πρόλογος Αρ. Καμπάνης, κριτική ανάλυσις Κωστής Παλαμάς, Φιλολογική - Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1961, σ. 119-126]

info