Paul Valéry, «Ελένη, η λυπημένη βασίλισσα»

Γλαυκό! είμαι εγώ. Πέρα από τ' άντρα φθάνω του θανάτου
ν' ακούσω εγώ, με αναβαθμούς να σπα, ηχηρούς, το κύμα,
και ξαναβλέπω, τις αυγές, μέσ' απ' τη σκιά οι γαλέρες
να ζωντανεύουνε με των χρυσών κουπιών την κόψη.

Τα ερημικά τα χέρια μου καλούνε τους μονάρχες
που τ' αλατένια γένια τους τα δάκτυλά μου ετέρπαν.
Έκλαιγα. Αυτοί τραγούδαγαν τους σκοτεινούς των θριάμβους
και τα λιμάνια που άφησαν των πλοίων τους οι πρύμνες.

Ακούω την πτήση των κουπιών, οι βουερές του πόντου
κογχύλες κι οι πολεμικές σάλπιγγες, να ρυθμίζουν.
Τη βοή δεσμεύει το λαμπρό των ερετών τραγούδι.

Και οι θεοί! στην ηρωική πρώρα του πλοίου εξημμένοι,
με το αρχαίο, που προσβάλλει ο αφρός, χαμόγελό τους,
σε μένα απλώνουν τα γλυπτά κι ενδοτικά τους χέρια.

[πηγή: Καίσαρ Εμμανουήλ, Μεταφράσεις, επιμ. Τάσος Κόρφης, Πρόσπερος, Αθήνα 1981, σ. 37]

εικόνα