Νικηφόρου Βρεττάκου, «Στον Ρoμπέρτ Οπενχάιμερ» (αποσπάσματα)
[...]
Φίλε Οπενχάιμερ,
λάβαμε
τις τελευταίες ειδήσεις σας.
Φορτωμένα τις μέρες αυτές, τα ερτζιανά και οι ασύρματοι
πάνε και φέρνουν, σ' όλο τον κόσμο, τη σιωπή και τη θλίψη σας.
Και μεις, άνθρωποι απλοί, όπως κάνουμε πάντοτε,
γνωρίζοντας πως ο πόνος κατοικείται από το Θεό
σηκωθήκαμε ορθοί και κρατήσαμε
σιγή πέντε λεπτών μπρος τη θλίψη σας,
με σκυμμένα τα πρόσωπα
και σταυρωμένα τα χέρια μας.
Αλλά, φίλε Οπενχάιμερ, όχι·
δεν προσθέσατε τίποτα στην καρδιά μας. Η πράξη σας
έμεινε πράξη. Η σελίδα σας έκλεισε.
Τ' ανάλαφρο σαν αστέρι όνομά σας
έγινε στάχτη στη Χιροσίμα.
Σε τί θα ωφελούσε ν' αφήσουμε τώρα
την καρδιά μας αδέσποτη κάτω απ' τα δάκρυά μας;
Σε τί θα ωφελούσε να κάτσουμε δίπλα σας
αντίκρυ στο σύμπαν; Σας παραδίνουμε στη
μακροθυμία των αιώνων κι ευχόμαστε
ν' αξιωθείτε τη χάρη της.
Τί να σας κάνουμε; Πού
να σας κρύψουμε; Όπου
κι αν σας βάλει κανείς
σαν πύργος πανύψηλος
θα κρύβετε πάντοτε
ένα μέρος του ήλιου.
Δεν είναι στο χέρι μας.
Δεν υπάρχει πια δέντρο να καθίστε στη ρίζα του.
Η στέγη του σύμπαντος δεν θα σας ήθελε.
Εμείς, άνθρωποι απλοί, που ο Θεός μάς γυρίζει τα φύλλα των ημερών,
που λογαριάζουμε τη ζωή μας με την ανατολή του ηλίου
που υπογράφουμε στην καθαρή μας καρδιά τα πεπραγμένα μας με τη δύση του,
που αγαπάμε το χώμα και το σύννεφο του ουρανού,
γιατί μαζί με τον άνεμο και την παρεμβολή του φωτός,
μεγαλώνουν τα στάχυα στο μικρό μας ορίζοντα,
σας εγκαλούμε: Ακούστε μας!
Δεν έτυχε, φίλε Οπενχάιμερ, ποτέ, να σκεφθείτε με πόσα
δάκρυα φτιαχτήκαν οι κήποι του κόσμου;
Δεν είχατε δάκρυα να μετρήσετε;
Δεν σας φτάναν οι αριθμοί για την εξίσωση της αλήθειας;
Ποτέ δεν σταθήκατε, μόνος προς μόνον, αντίκρυ στα μάτια μας
κι αντίκρυ στο θαύμα του χεριού τ' αδερφού σας;
Πώς σας διέφυγε,
φίλε Οπενχάιμερ,
—ένα σύνολο από
μικρά και μεγάλα
θαύματα— ο άνθρωπος;
Από μας και για μας ξεκινούν οι οδοί και τα έργα του σύμπαντος. Χωρίς εντολή
πώς τολμήσατε, φίλε Οπενχάιμερ;
Χωρίς συγκατάθεση
είσαστε όλοι παράνομοι
κάτω απ' τον ήλιο...
[...]
Φίλε Οπενχάιμερ, βάζοντας τ' αυτί σας στο χώμα,
στο βάρος, στο βάρος, στο βάρος που υπάρχει σ' ένα ψίχουλο άμμου, θ' ακούσατε
τη διπλή του βοή. Μοιρασμένο το φως και το σκότος στα βάθη του,
το καθένα τους χωριστά, περιμένουν. Το φως
περιμένει το χέρι μας. Το σκότος το λάθος μας.
«Προσέξετε! Φίλοι προσέξετε!»
Δεν ακούσατε, φίλε Οπενχάιμερ,
που σας φώναζε κάποιος; Δεν τον είχατε ακούσει ποτέ;
Δεν γνωρίσατε τη φωνή της αγάπης;
Κ' έτσι γίνατε θάνατος! Κ' έτσι γίνατε τρόμος!
Μάνα μας! Μάνα μας!
Θεέ μου,
τί την ήθελες πλάι στην καρδιά την προδοσία του Πνεύματος;
*
«Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!»
Δεν έχετε ούτε τη δύναμη
να φωνάξτε, παρών;
Σήκω απάνω κατηγορούμενε!
Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!
Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες.
Καταδικάστηκες τελεσίδικα:
να κρίνεσαι πάντοτε, υπόδικος ως
το τελευταίο λυκόφως.
[...]
Προσέξτε με, όχι, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!
Τα χέρια μου και τα πόδια μου τα 'χω ξεθάψει απ' τη Χιροσίμα.
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν' ανοιγοκλείνει.
Τ' άσπρο μου σαν
ασβεστωμένο πρόσωπο,
δε μπορεί πια να κλάψει, να γελάσει, να 'χει ένα όνομα.
Δε μπορεί πια Ρομπέρτ! Κοίταξέ με καλύτερα.
Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρομπέρτ, δε με γνώρισες; Ο αδελφός σας Ρομπέρτ! Είμαι εγώ, ο αδελφός σας,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.
Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τα 'δωσα όλα,
που σας έχτισα τ' αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,
να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.
Κ' εσείς, αντί να παρακάμψετε τη νύχτα,
να φυλαχτείτε από τη Σκύλλα κι απ' τη Χάρυβδη,
που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες συμπληγάδες,
αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας
και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής κ' έκατσε δίπλα σας
κι αφήσατε τα χέρια σας μες τα δικά του
και ψαλιδίζατε το φως
και μαστορεύατε στο σκοτάδι.
Τί θέλετε, φίλε Οπενχάιμερ. Τί γυρεύετε τώρα; Δεν έχει, δεν έχει!
Τα μάθαμε όλα: πως φτιάξατε ένα κελί από τύψεις και κλειστήκατε μέσα,
πως περνάτε τις μέρες σας κλαίγοντας.
Πως το κορμί σας ταράζεται τώρα, σαν ένας
μικρός χωματόλοφος σε ώρα σεισμού. Τα μάθαμε όλα.
Αδιάφορο. Εμείς ήρθαμε να χορέψουμε.
Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,
και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου.
Δε σας μιλώ από ένα άλλο αστέρι,
σας φωνάζω απ' το παράθυρο του αδελφού σας,
έχω μπει στην ψυχή σας και περπατώ πέρα - δώθε...
Τα σιδερένια παπούτσια μου βουλιάζουνε, τρίζουν
τα καρφιά τους στα νεύρα σας, ματώνουν, ενώ
ένα κοπάδι καρκίνοι με μαύρες δαγκάνες,
βόσκουν αμέριμνοι στο λιβάδι της.
[...]
Τόσο ψηλά που ανεβήκατε, φίλε Οπενχάιμερ,
και ποτέ σας δε στρέψατε πίσω; Δεν είδατε
το μακρύ δρόμο κάτω από το χρόνο
που ο πρόγονός σας διάσχισε παλεύοντας; Δεν είδατε
τους λύκους πλάι του; Πάνω του τις καταιγίδες;
Σε παραγκάκια, σε καλύβια, σε σπηλιές, απ' τον καιρό της φωτιάς,
σ' εκατομμύρια εργαστήρια τα χέρια του ξεκοκκίζοντας το σκοτάδι,
περάσανε τη ρόδα του κόσμου από χίλιους σταθμούς,
την ξεκινήσανε απ' τον πηλό, την ανεβάσανε στα ηλεκτρόνια,
τη φέραν στα χέρια σας για την άλλη συνέχεια και σεις,
σα να μην είμαστε, φίλε Οπενχάιμερ, παρά
λίγη άμμος στη φούχτα σας,
μας τα φέρατε ανάποδα όλα, τους πάγκους, τα λουριά μας, τις χύτρες μας,
τον ιδρώτα μας, το αίμα μας, όλα. Δεν είδατε, φίλε Οπενχάιμερ,
το γέρο τεχνίτη των αιώνων που καθόταν εκεί
σε μια γωνιά λυπημένος; Δεν είδατε
τα σεβάσμιά του γένια που πήγαιναν κ' έρχονταν τρέμοντας
όπως σήκωνε την ποδιά να σκουπίσει τα μάτια του; Δεν είδατε το Δημόκριτο που κούνησε το κεφάλι του
σα να σάλεψε ένα αστέρι; Τους παραγιούς της σοφίας
που είχαν όλοι τους σκύψει περίλυποι γύρω απ' την πρώτη σας έκρηξη;
Καταλαβαίνετε, φίλε Οπενχάιμερ.
Το νερό που διψάτε δεν υπάρχει πια εδώ.
[...]
Τί μας χρειάζονται οι μαρτυρίες; Την έχουμε την απολογία σας.
Μας την είπατε την αλήθεια σας. Μας τη δείξατε την αλήθεια σας.
Συννεφιές αναμμένες γυρίζουν από έρημο σε έρημο,
αναζητώντας ανθισμένες κερασιές, πόλεις αμέριμνες,
παιδιά που παίζουν στις αυλές, στα πάρκα και στα λιβάδια,
μητέρες που στολίζουνε το δέντρο των Χριστουγέννων.
Μάρτυρας το άγριο τούτο πένθος, που επικάθεται
τις ώρες αυτές στον πλανήτη μας
που περνά μέσα στις αχτίνες του ήλιου και τις συννεφιάζει,
που το σηκώνουμε και μας γονατίζει,
που αν δοκιμάσεις να το ειπείς σου σκίζει τη φωνή,
που αν δοκιμάσεις να το γράψεις σου σκορπίζει τα δάχτυλα,
που πέφτει σαν μια τσεκουριά στους αιώνες: Σκεπασμένη
μ' ένα τραπεζομάντηλο μαύρο της επιστήμης
η Άγια Τράπεζα πενθεί· κ' εσείς σκυμμένος
με σωριασμένο πάνω της το πρόσωπό σας,
κλαίτε κι ονειρευόσαστε να μην είχατε γεννηθεί,
ενώ το στήθος σας φέγγει (μυριάδες κεριά,
του κάκου στο βάθος σας προσπαθούν να φωτίσουν
τις γωνιές της ψυχής σας, αναμμένα απ' τη θλίψη σας).
Κλαίτε, φίλε Οπενχάιμερ; Περιμένετε τίποτα; Όχι.
Όχι, φίλε Οπενχάιμερ, δε θα σας αφήσουμε
να ξαναβγείτε πια ποτέ μες απ' αυτόν το νεκροθάλαμο.
[...]
Ελπίζω ακόμη ωστόσο σ' αυτό που μου μένει.
Να πάρω ανάμεσα στα χέρια μου το κεφάλι του συνανθρώπου μας
να βρέξουνε τα μάτια μου, όλη τους τη βροχή, στο πρόσωπό του,
να βγάλω αυτή τη βιολετιά μαντίλα της ψυχής μου,
να διπλώσω τ' άγιο σώμα του πάνω στα γόνατά μου —
(ω, δε θα σας κατηγορήσω άλλο πια!)
Φίλε Οπενχάιμερ, όλοι
έχουμε ανάγκη από τη συγγνώμη του.
[πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα ποιήματα, τ. Α΄. Με ένα σχέδιο του Επαμεινώνδα Λιώκη, Τρία Φύλλα, Αθήνα 1981, σ. 227-239]
|