Martin Walser, «Μια όμορφη νίκη»

ΣΤΗ ΜΙΚΡΗ ΠΟΛΗ, ΕΧΟΥΜΕ τον εχθρό μας μπρος στα μάτια μας· μάλιστα. Όποιος ποτέ δεν είχε εχθρό, μπορεί να το παίρνει για πλεονέκτημα. Μα αυτός που έχει τον εχθρό του, νοιώθει στις αρτηρίες εκείνο το ξάναμμα απίθανα, σαν πέφτει συνεχώς στην αγκαλιά αυτού του υποχρεωτικού κυρίου σε καθένα από τους πέντε δρόμους μας. Κι ήταν λοιπόν σα να 'χα πέντε τέτοιους υποχρεωτικούς κυρίους, με τ' όνομα Μπένο, σα να μην είχα ένα μα πέντε εχθρούς. Κι αν τόλμαγα να εμφανιστώ στο ταχυδρομείο, με περίμενε εκεί ο έκτος κ. Μπένο, έτοιμος να πηδήξει στην είσοδο ακριβώς πριν από μένα, να ακινητοποιήσει για χάρη του την ταλαντευόμενη πάντα πόρτα και τελικά —για να με κάνει να νοιώσω απόλυτα πόσο υπερείχε στις αρθρώσεις— να υποκλιθεί βαθειά μπροστά μου.

Δεν έδωσα σημασία στον ευλύγιστο μάγο που μου παρίστανε, δεν έδωσα σημασία στον κ. Μπένο γενικά. Στα μάτια μου, που κοίταζαν βιαστικά δω και κει, μπορούσε να διαβάσει: Δεν σας δίνουμε σημασία κ. Μπένο. Ξέρω, ξέρω μουρμούρισε βγαίνοντας μπρος μου από τον άδειο τηλεφωνικό θάλαμο, όπου πονηρά εγώ μα λαχανιασμένα κιόλας έτρεξα μέσα.

Όταν μετακόμισε σ' αυτόν το δρόμο ο κ. Μπένο, κι απ' τη μια μέρα στην άλλη άνοιξε μαγαζί απέναντι (σα να κατάπιε σε μια νύχτα το μαγαζί γραμματοσήμων του, που χρόνια τώρα δεν έβλαπτε κανένα), κατάλαβα λοιπόν αμέσως πως είχε εμφανιστεί τώρα οριστικά, με σάρκα και οστά, ο εχθρός μου. Ο κ. Μπένο έκανε πως δήθεν μετακόμισε, απλώς και μόνο για να πουλάει παντελόνια, μόνο παντελόνια, που κρέμονταν το 'να κολλημένο στ' άλλο, μα εμένα δεν ήταν δυνατόν να μου τη φέρει. Εγώ ντύνω τον Κύριο μέχρι τη ζώνη. Εντάξει, η ζώνη η ίδια, το παραδέχομαι, στο μαγαζί μου παίζει τον τελευταίο ρόλο, μα πουλάω και ζώνες. Ο κ. Μπένο πρώτα καταχώνιασε τις ζώνες στα συρτάρια του και σίγουρα έλεγε στους πελάτες του, αν θέλανε και ζώνες μπορούσε να τους προμηθεύσει και τότε άνοιγε το συρτάρι κι έβγαζε τα χέρια του σκεπασμένα πέρα για πέρα ώς τα μπράτσα με ζώνες που κουνιότανε σα φίδια. Μετακόμισε, λέει, επειδή ένιωθε τόσο φιλικά απέναντί μου, η ζώνη ήταν για μας περισσότερο σημείο επαφής παρά πεδίο αναμέτρησης, τα παντελόνια του ένα υπέροχο συμπλήρωμα. Τώρα μπορούσε πια να εξοπλιστεί τέλεια ένας κύριος στο δρόμο μας, τέτοια γλοιώδη λόγια τούς έλεγε. Καλύτερα αυτή τη ζώνη απ' την άλλη, θαύμα τούς έλεγε. Άμα λέει κάποιος, θαύμα! Προσοχή, είπα προσοχή, αυτός το πάει πιο πέρα απ' τις ζώνες και λέει θαύμα, τη λέξη θαύμα, θεέ μου, έπρεπε να προσέξουμε.

Λοιπόν, είμαι έτσι, μυρίζομαι γρήγορα τί τρέχει. Γρηγορότερα απ' όσο πρέπει για να γεράσω με υγεία. Και πιο γρήγορα μυρίστηκα πως απ' τον υποχρεωτικό αυτό κύριο μια μόνο σωτηρία υπήρχε: η χωρίς όρους υποταγή. Ευτυχώς που τούτο το επικίνδυνο ταλέντο μου, να τα πιάνω όλα αμέσως έχει ένα αντίβαρο την ανικανότητά μου να χειρίζομαι ανάλογα τις προαισθήσεις μου. Έτσι βρίσκω προστασία και δεν μπορούμε να απαιτήσουμε από κάποιον που αναγκάζεται να πηγαίνει πάντα αντίθετα απ' τις προαισθήσεις του, να χοροπηδάει χαρούμενα τριγύρω.

Αμυνόμουνα λοιπόν ενάντια στον κ. Μπένο, όσο το δυνατό καλύτερα, παρ' όλο που 'βλεπα, ο κ. Μπένο ήταν εχθρός που κάποιος επινόησε για μένα. Το ίδιο το πεπρωμένο πρέπει να τον έβαλε, να του έδωσε τα μέσα τ' απαραίτητα. Διασκελισμό, ευλυγισία λαιμού, εύρος στήθους, οξύτητα οράσεως, ευκινησία φρυδιών, χρώμα μαλλιών, μήκος γενειάδας, κι όλα έτσι που 'πρεπε να ομολογήσω: ναι, αυτός είναι, ο Εχθρός Σου. Το χειρότερο ήταν (κι απ' αυτό εννόησα πρώτη φορά πως στ' αλήθεια ο κ. Μπένο πλάστηκε να 'ναι ο εχθρός μου) πως δεν τον είχανε εφοδιάσει με κάτι το απτό. Προφανώς ξέρανε την ευστροφία μου, την όχι ασήμαντη φαντασία μου, κι είπανε, αν του στήσουμε απέναντι έναν εχθρό έτοιμο σε όλα, τότε θα τον προσπεράσει, θα τον μπουρδουκλώσει και μετά από δεκαπέντε μέρες θα τον κάνει φίλο. Κι έτσι αφήσανε, ας πούμε, ρευστό τον κ. Μπένο. Ήξεραν από πριν κιόλας κάθε τι που θα του έκανα και τότε μόνο μου 'βαζαν την ιδέα να προχωρήσω μ' αυτό τον τρόπο ή μ' εκείνο ενάντια στον κ. Μπένο. Κι έτσι μ' έστειλαν στη μάχη ενάντια στον εξοπλισμένο με κάθε είδους χαμόγελα κ. Μπένο. Αυτός πρέπει να το 'βρισκε ανιαρό σχεδόν. Μα του αρκούσε ίσως να κάνει μόνο το καθήκον του.

Ο καθένας ξέρει, πως για τον αδύναμο ο αγώνας είναι πολύ πιο συναρπαστικός παρά για τον δυνατό. Πώς σκοντάφτουμε λοιπόν όλο πάνω στη δικαιοσύνη. Εδώ είμαι εγώ, εκεί είναι ο κ. Μπένο. Δεν ξέρω τίποτα ακόμα παρά πως είναι ένα από τα πρωινά που δεν κοιτάει κανείς ευχάριστα τα μούτρα του στον καθρέφτη. Κοιμάσαι τρυφερός με τον εαυτό σου και τ' άλλο πρωί ξυπνάς και σου 'ρχεται να βάλεις τα κλάματα από αηδία μ' αυτήν την γκριμάτσα που θέλει με το στανιό να σε κάνει φίλο και σου χαμογελάει ειρωνικά απ' τον καθρέφτη. Της απαγορεύεις λοιπόν να υπάρχει, τη μαζεύεις, συννεφιάζεις το μούτρο σου, μα πού να φανείς συννεφιασμένος, σου 'ρχεται να σφυρίξεις με περιφρόνηση τον επαρχιώτη ηθοποιό που ποζάρει στον καθρέφτη. Και παίρνεις γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, πέντε, έξι γκριμάτσες, την κάθε μια πιο αφόρητη απ' την προηγούμενη, ώς που δεν αντέχεις άλλο κι αποφασίζεις πρώτα απ' όλα να μην έχεις πια καθρέφτη κρεμασμένο. Εγώ ιδιαίτερα, με μαγαζί ανδρικής μόδας, είναι βαρύ να το αντέξω ώς το τέλος. Στέκομαι, λοιπόν μια τέτοια μέρα πίσω απ' την πλάτη του πελάτη που κοιτιέται στον καθρέφτη, πάει το χέρι μου να σχεδιάσει στον αέρα τη σιλουέτα, το κόψιμο του σακακιού του και δε βλέπω πια μήτε τη μέση του πελάτη, μήτε τους ώμους του, μα εμένα. Το χέρι μου μένει πετρωμένο στον αέρα ξεχνώντας την τρυφερή γωνία που πρέπει να διαγράψει στον αέρα για να γελαστεί ο πελάτης, το πρόσωπό μου γεμίζει αηδία, ο πελάτης που τον έχω μισοκερδίσει μου ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα ζητώντας διαβεβαίωση, βλέπει τούτη τη γκριμάτσα αηδίας, γίνεται δύσπιστος. Γιατί συνδέει όλα αυτά με το σακάκι που προβάρει και προχωράει στο επόμενο, στο μεθεπόμενο και κάθε φορά το μούτρο μου τον βγάζει τρομοκρατημένο έξω απ' τα ρούχα του, δεν νιώθει ιδιαίτερα ερωτευμένος με κανένα απ' τα σακάκια μου, κολλάει όλο και πιο πολύ την αηδία και τη θλίψη μου και τελικά τρέχει με τάσεις αυτοκτονίας έξω στο δρόμο. Τον ακολουθώ μέχρι την πόρτα, χαμογελώ σαν θεατρίνα που γερνάει και τότε ποιον βλέπω απέναντί μου: εμένα, στο πρόσωπο του κ. Μπένο. Χαμογελάει σα θεατρίνα που γερνάει.

Αυτό λοιπόν τον κάνει έτσι να υπερέχει. Απ' τον πρωινό καφέ του κιόλας ξέρει: αυτός εκεί απέναντι δεν θ' αντέξει σήμερα τον εαυτό του. Και πέρα απ' αυτή τη φοβερή του δύναμη να μπαίνει στου άλλου την ψυχή, έχει και την ικανότητα να γίνεται εγώ. Χωρίς καμιά προσπάθεια βγαίνει στην πόρτα του μαγαζιού του, την πόρτα του μέλλοντος και με δέχεται σαν τρέχω να ξεφύγω από τον καθρέφτη μου με άπειρη φιλοφροσύνη κι αμετάκλητα, με την ίδια εικόνα μου όπως την αντικρίζω στον καθρέφτη.

Βέβαια δεν το κάνει τις μέρες που με την πρώτη ηλιαχτίδα γεμίζω ικανοποίηση με τον εαυτό μου. Το βράδυ ή το πρωί στο ξύρισμα, πότε ακριβώς βέβαια δεν μπορώ να πω, μα το αργότερο ώς τον πρωινό καφέ, θα του 'ρχεται η ιδέα: σήμερα ο απέναντι δε χωνεύει τους κοκκινοτρίχηδες χοντρούς σαρανταέξι ώς πενηντατριών χρονών, ιδίως με πράσινο κουστούμι και βάτες. Χωρίς αργοπορίες ή τύψεις εμφανίζεται πάραυτα ο κ. Μπένο σαν κοκκινοτρίχης χοντρός γύρω στα σαρανταοχτώ με πράσινο κοστούμι και βάτες. Κι επειδή ξέρει πολύ καλύτερα κι από μένα που μου τη δίνει ακριβώς, εφόσον ό,τι μου τη δίνει φαίνεται το ανακαλύπτω αφού το προετοιμάσει αυτός, προσθέτει λοιπόν και μια βιολετί κρεατοελιά δεξιά στη μύτη του μαζί με ένα μεγάλο κόκκινο μουστάκι από πάνω του όλο γυαλίζουνε σταγόνες, βάζοντας έτσι κάτω όλους τους κοκκινοτρίχηδες χοντρούς που 'χω δει ώς τώρα. Σε όποιο δρόμο με συναντήσει λοιπόν ή σαν μου ανοίγει την πόρτα του ταχυδρομείου που ταλαντεύεται, χώνει πάντα με μια παιχνιδιάρα φουριόζα κίνηση μιαν άδεια κρύα πίπα κάτω απ' το λιπαρό μουστάκι του. Με τούτη την εντελώς περιττή κίνηση, αφού η πίπα είναι πάντα κρύα, μου δείχνει πως δεν είναι καθόλου ο σαρανταεξάρης-πενηντατριάρης χοντρός, αλλά ο κ. Μπένο, που υποταγμένος σε κάποιο εξοργισμένο θεό ανέλαβε υπηρεσία εναντίον μου σαν μανεκέν και διαλέγει ένα-ένα κοστούμι που με κάνει έξω φρενών, με ρίχνει σε πένθος ή μανία, για να μη μπορέσω στο τέλος να κάνω αλλιώς, να τρέξω απέναντι και να τον παρακαλέσω να με πάρει υπάλληλο, να 'μαι τουλάχιστο υπό την προστασία ορισμένων νόμων που εγγυώνται στον εργάτη τη γυμνή του ύπαρξη και να περάσω έτσι μερικά άτονα χρόνια.

Δεν έτρεξα απέναντι. Κι ούτε επιτρέπω στον εαυτό μου παρακλήσεις γονατιστές, αφού είναι ολοφάνερο, ο κ. Μπένο είναι γραμμένος πάνω κει ψηλά σε καλύτερη μοίρα από μένα. Κι ο νους μου πήγε σε κάποιον αρχαίο, που μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, μόνο που ο εχθρός του τη στιγμή εκείνη είχε πάντα στ' αυτιά μια σβέλτη θεά που τα ματαίωνε όλα. Βέβαια μπορούσα να καλέσω την κόλαση. Αυτοί οι κάτω κύριοι είναι η μόνη βοήθεια που ο αδύνατος μπορεί στ' αλήθεια να υπολογίζει. Μα τόσο αδύνατος δεν ήμουνα ακόμα. Κι ακόμα δεν ήμουνα σίγουρος πως ο κ. Μπένο δεν ενισχυόταν κι από τους πάνω κι απ' τους κάτω. Απομονώθηκα. Την παραμικρή λεξούλα να 'λεγε φίλος ή γνωστός για τον κ. Μπένο, έπαυα να τον ξέρω πια. Φυσικά δεν άφησα ούτε τη γυναίκα μου ούτε τους φίλους και γνωστούς μου να καταλάβουν το παιχνίδι που παιζόταν ανάμεσα σε 'κεινον και σε μένα: Ένας-ένας φίλος διαγραφόταν απ' τη ζωή μου. Όποιος έπαιρνε πάνω του να μιλήσει χωρίς αηδία για τον κ. Μπένο, τον είχα διαγράψει. Όχι πως είχα προσπαθήσει έστω και μια φορά να τους μάθω ποιο ήταν το σωστό. Α, όχι. Συμφωνούσα με χαρά όταν επαινούσαν τον κομψό κ. Μπένο, το γούστο του που τ' αποδείκνυε εκείνη η βιτρίνα του (που κρεμόταν δηλαδή το 'να παντελόνι κολλημένο στ' άλλο), εκείνη η αξιαγάπητη διάλεκτός του (η γλώσσα των αλητών που παίζει ανάμεσα στα βλάχικα και τα καθαρευουσιάνικα λέγεται διάλεκτος), η μουσικότητά του (λέγανε μουσικότητα τη δυνατή φωνή του κι ήτανε τόσο ξεδιάντροπος, που σε οχτώ μέρες αφότου μπήκε στη χορωδία πήρε όλα τα σόλα από τον άξιο τενόρο μας κι αυτός ο βλάκας του το επέτρεψε με μάτια που έλαμπαν από αφοσίωση μια κι είχε γίνει μόδα να εκθειάζουμε τον κ. Μπένο).

Μα όπως είπαμε, δεν του πήγαινα κόντρα. Όταν τελείωνε το κονσέρτο μας των Φώτων, ήμουνα ο πρώτος που 'τρεξε να τον συγχαρεί σφίγγοντάς του το χέρι τόση ώρα, κι οι άλλοι που 'θελαν κι αυτοί να του σφίξουνε το χέρι άρχισαν ν' αδημονούν, ώσπου με 'σπρώξαν πέρα και δεν κατόρθωσα δυστυχώς να εμποδίσω τα υπόλοιπα συγχαρητήρια. Στο LIONS κλαμπ εγώ έκανα τη θερμότερη εισήγηση να γίνει δεκτός αμέσως ο κ. Μπένο, αλλ' ώσπου να τον επισκεφθεί ο γραμματέας του κλαμπ, αυτός είχε γίνει κιόλας (όπως το φοβόμουνα) μέλος στο ROTARY κλαμπ. ΄Ετρεχα από σπίτι σε σπίτι για να εκλεγεί ο κ. Μπένο σ' όσα γίνονταν περισσότερα συμβούλια ή επιτροπές κι όμως δεν μπόρεσα να τον εμποδίσω να βγει εκτός απ' όλα τ' άλλα και δημοτικός σύμβουλος.

Καλά κι ωραία πέρασα έτσι πέντε χρόνια, μόνο και μόνο διαφημίζοντας τον κ. Μπένο, ενισχύοντας την υπόληψη που του 'χε η κοινωνία και βοηθώντας τον ν' ανέβει σε θέσεις όλο και πιο ψηλές στην πόλη μας. Ο υπολογισμός μου ήτανε τετράγωνος. Έπρεπε να γίνει αντιπαθής. Ο δήμαρχος έπρεπε να αρχίσει να τον φοβάται. Μα ο κ. Μπένο μόνο που έβρεχε τα χείλια του μ' όλη τη δύναμη που του προμήθευα και χρησιμοποιούσε την επιρροή του με τόσο μαλακό κι αξιαγάπητο τρόπο, που δεν ήξερα πια τί να κάνω.

Στο μεταξύ ήμουνα έρημος, χωρίς την παραμικρή παρέα. Αφού δεν υπέφερα ψυχή να λέει καλή κουβέντα για τον κ. Μπένο, μ' ανακούφιζε για ένα διάστημα ν' αρχίζω εγώ πρώτος. Φοβόμουνα πως αν άνοιγε άλλος κανείς το στόμα θα 'λεγε κάτι καλό για τον κ. Μπένο. Κι αν έπρεπε πάλι οπωσδήποτε να τον παινέσουμε, τότε καλύτερα να το 'κανα εγώ. Μα οι φίλοι κι οι γνωστοί μου δεν ήθελαν να παραιτηθούν για πάντα απ' το να πούνε πού και πού δυο παινετικές κουβέντες γι' αυτόν τον ιδιαίτερα πετυχημένο άνθρωπο. Έτσι απόφευγα πια τους ανθρώπους. Και τότε ο κ. Μπένο πήρε φόρα να μου καταφέρει ένα άσκημο χτύπημα. Μεσολάβησε ανάμεσα σε μένα και στους φίλους μου, που του παραπονέθηκαν φαίνεται για την ανεξήγητη φυγή μου, πως έγινα απρόσιτος. Ο κ. Μπένο ήταν αυτός που μου τους έστελνε πάλι όλους σπίτι, που τους υποδαύλιζε να συμφιλιωθούν μαζί μου. Για ν' ακούω έτσι μέχρι το τέλος της ζωής μου τους ύμνους που του κάνανε. Κι οι φίλοι μου, που δε καταλαβαίνανε τόσο δα τη σχέση μου με τον κ. Μπένο, ήταν αρκετά αφελείς να μου ανακοινώσουν πως στον κ. Μπένο μόνο το χρωστούσα που παρά την ανεξήγητη συμπεριφορά μου, μου 'διναν άλλη μια ευκαιρία.

Θα πρόσβαλλα όλη τη σπείρα για άλλη μια φορά; Το 'κανα. Τους πέταξα έξω, έναν-έναν, δεν πήγαινα πια σε κανένα κλαμπ, οι δεύτεροι τενόροι της χορωδίας μείνανε κατά έναν φτωχότεροι, ας μ' έλεγαν τρελό, δεν μ' έμελλε καθόλου, μόνο να μην άκουγα πια, για τον κ. Μπένο. Η γυναίκα μου αναζωογονήθηκε. Το θεώρησε απόλυτη ένδειξη αγάπης. Τελικά μ' είχε όλο δικό της. Η γη Χαναάν απλωνόταν κάτω απ' τη μύτη μας. Κάθε βράδυ πλέκαμε κι οι δυο ένα βαθειά δικό μας ύφασμα φλυαρίας κι αγωνιζόμαστε ν' αποδείξουμε ο ένας στον άλλο ότι τα καταφέρνουμε μια χαρά χωρίς όλο τον κόσμο. Μα δε μπορούσε να μη μιλάει για τον κόσμο. Κι ο κόσμος γι' αυτή ήταν η πόλη μας. Και γινότανε να μιλάς για την πόλη χωρίς να μιλάς για τον κ. Μπένο; Μη μου πει τώρα κανείς, πως έπρεπε να της το πω, τί δηλητήριο μου 'τανε ο κύριος αυτός. Καλύτερα να ομολογούσα τί είχα στον ίδιο τον κ. Μπένο, καλύτερα σ' όποιο ξένο, σ' όποιο άπιστο φίλο, μα όχι στη γυναίκα μου. Με τον παραμικρό υπαινιγμό μου θα τον ερωτευόταν αμέσως. Επί τέλους η γυναίκα μου με θαύμαζε, τουλάχιστο μ' εκτιμούσε, κι έπρεπε τώρα ν' ακούσει αίφνης πως δεν ήμουνα παρά ένας νάνος που γύρευε κάτω απ' την προστασία της καταφύγιο απ' τη γιγάντια σκιά του κ. Μπένο. Μπορείτε να μου πείτε ό,τι θέτε για το γάμο, μα την εντύπωση μιας υπεροχής πρέπει να ξέρει να την κρατάει ο άντρας, αλλιώς όλα διαλύονται στη στιγμή. Ο γάμος είναι σαν το νόμισμα· χωρίς εμπιστοσύνη, κι ο θεός το ξέρει, δε φτουράει.

Κι η καλή μου η γυναικούλα αρχίζει να μιλάει λοιπόν για τον κ. Μπένο, ξετρελαίνεται για τη λαμπρή φωνή του, παινεύει τις βιτρίνες του, βρίσκει πως κι οι δικές μας γίνανε καλύτερες από τότε, που ο κ. Μπένο ήρθε απέναντι κι επαινεί την τόσο καλή προσπάθειά μου σ' αυτή τη φιλική άμιλλα μαζί του. Τέτοια φλυαρούσε κάθε βράδυ. Ήμουνα ξύπνιος, όμως της το 'παιζα εντελώς συγκρατημένος. Ήξερα, αυτό είναι Το Τελευταίο Σου Καταφύγιο. Άμα σε διώξει από δω πάει. Θα περάσει η μπόρα έλεγα κι άρχισα να της ξυπνώ ενδιαφέροντα για πράγματα πιο μακρινά. Αγόρασα σειρές βιβλίων πάνω στην τέχνη της Πολυνησίας, αγόρασα και κινηματογραφική μηχανή με έγχρωμα φιλμ που άφηναν τη φαντασία του θεατή να σχηματίσει την εντύπωση πως στα νησιά της Καραϊβικής όλα ήταν πιο απλά, αγόρασα δίσκους ιερατικής ασιατικής μουσικής, που μ' εκείνα τα επίμονα χτυπήματά της κάθε ακροατής δε μπορεί να μην ομολογήσει πως ναι, έχει μέσα του ψυχή, κι όταν το υλικό άρχισε να εξαντλείται, προετοίμασα στροφή για τα ενδιαφέροντα της οικογένειας προς τη Νότιο Αμερική. Αυτή τη Μαγική Ήπειρο των Θαυμάτων δε θα την εξαντλούσαμε, έλπιζα, τόσο γρήγορα. Κι όταν επιθεώρησα τη νέα φουρνιά από δίσκους, φωτογραφίες, βιβλία, φιλμ, είδα πως θα 'φθανε μέχρι την επέτειο των χρυσών μας γάμων, αν ο κ. Μπένο μας πολιορκούσε ακόμη. Μα δυστυχώς μου τα χάλασε η γυναίκα μου. Απλώς, έχασε το ενδιαφέρον της. Προφασιζότανε πονοκεφάλους, χασμουριότανε τελείως απροκάλυπτα, ναι, πρότεινε μάλιστα να βγαίναμε πάλι έξω, για χορό στο «Κραντς», που ίσως συναντούσαμε και γνωστούς, ίσως μάλιστα… Όχι στρίγγλισα, σταμάτα, στοπ. Ήξερα βέβαια ποιον ήθελε να συναντήσει εκεί. Πήγε να μου πει ότι δεν ήξερα. Δεν θέλω να ξέρω, της είπα όσο έπαιρνε πιο επικίνδυνα σιγά. Υπερβολές, είπε. Το μαγαζί δεν πάει καλά, είπε. Χτες συνάντησα τον κ. Μπένο, είπε. Έσβυσα, χάθηκα, έμεινα άναυδος μπρος στην προδοσία της. Απερίσκεπτη γλώσσα. Τον έμπασες μέσα. Κι έπειτα σου λέει είμαστε σάρκα μία, είπα μέσα μου και της γύρισα τα νώτα κι έψαχνα για καθρέφτη.

Την έβδομη νύχτα μετά από κείνο το βράδυ έκανα άλλη μια προσπάθεια. Πήγα και αγόρασα παντελόνια. Ήταν, όπως το βλέπω τώρα, πράξη απελπισίας. Κι έχωσα τα μαλακά φανταιζίστικα φουσκωτά κασμιρένια σάλια μου μέσα σε σκοτεινά κουτιά, έβγαλα και την ομπρέλα απ' τη βιτρίνα, τα γάντια που χειρονομούσανε χαριτωμένα, τ' ανήσυχα μανικετόκουμπα, τα πουλόβερ που ήτανε υποταχτικά απλωμένα κι όλα εκείνα τα κοκέτικα θαυμάσια πουκάμισά μου, όλα, ακόμα και τις κάλτσες που ξαπλώνανε χωρίς καμιά επιφύλαξη, όλα τα 'βγαλα απ' τη βιτρίνα και κρέμασα παντελόνια, κολλημένα το 'να δίπλα στ' άλλο και στο κάτω μέρος κάθε παντελονιού καρφίτσωνα και μια ηλίθια χοντροετικέτα με την τιμή, ώστε κάθε διαβάτης τ' άλλο πρωί να στέκεται μ' ανοιχτό το στόμα και να μη ξέρει αλήθεια σε ποια πλευρά του δρόμου βρίσκεται.

Ο κ. Μπένο αντέδρασε όπως μου άξιζε. Παίρνοντας το μούτρο μου το ίδιο, που τούτο το πρωί είχα αποφύγει ώς τη στιγμή αυτή και με τις δικές μου τις κινήσεις, διέσχισε τρέχοντας το δρόμο κι όρμησε μέσα συγχαίροντάς με για την απόφασή μου να συγχωνευτώ μαζί του. Μ' αγκάλιασε. Ήταν δέκα σχεδόν. Η ώρα που η γυναίκα μου έχει τελειώσει πια το πλύσιμο των πιάτων απ' το πρωινό και κατεβαίνει κάτω. Κι έτσι έγινε και σήμερα, μας είδε κι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα, έτριψε τα μάτια της, κοίταξε στους καθρέφτες γύρω της, έτρεξε στον ένα καθρέφτη μετά τον άλλο κι άρχισε να τους αναποδογυρίζει όλους κι όσους δε γύριζαν τους σκέπαζε με μπλέιζερς, που 'ναι τα πιο μακριά σακάκια που πουλάω και κατέληξε πάλι σε μας, μας πλησίασε δειλά, χωρίς να μπορεί να εμποδίσει τα μάτια της ν' αστράφτουνε χαρούμενα κι απορημένα, ναι όλο και πιο απορημένα, έδωσε στον κ. Μπένο το χέρι της κι αυτός τ' άρπαξε, ξέρει καλά ν' αρπάζει γυναικεία χέρια και το δεξί του χέρι γίνεται ένα με το δεξί της χέρι, τραβάει το 'να του πόδι πίσω, με τ' αριστερό του χέρι αρπάζει τον καρπό της, το χώνει σα μανικέτι πάνω στον γυμνό καρπό της, κι έτσι, όπως στέκεται και την έχει πιάσει τώρα, μπορεί να την κάνει ό,τι θέλει, μπορεί, άμα το δεις από την πλευρά της ενέργειας μοχλού κι ευστάθειας, να τη ρίξει χωρίς άλλο πάνω απ' τον ώμο του, μα δε το θέλει, θέλει μόνο να της δείξει πως θα το μπορούσε, κι αυτή λιώνει γι' αυτόν, τον λέει με τ' όνομά μου, αυτός όλο χαμογελάει και καταλαβαίνει εκείνη πολύ αργά, τουλάχιστο αργότερα από μένα, ένα δευτερόλεπτο αργότερα κι αυτό το δευτερόλεπτο ήταν το δευτερόλεπτό μου, το δευτερόλεπτο της ζωής μου θα 'λεγα, γιατί σ' αυτό το δευτερόλεπτο εξαφανίστηκα, βρέθηκα έξω, βρέθηκα στο σιδηροδρομικό σταθμό, βρέθηκα μακριά και μπορούσα λοιπόν προφυλαγμένος μέσα στη μεγαλούπολη να κοιτάξω πίσω σ' αυτά τα φοβερά χρόνια που πήραν τέλος έτσι καλό. Δε θέλω να καυχηθώ πολύ, μα πρέπει να τ' ομολογήσουμε, δεν είναι μικροπράμα, μετά από χρόνια υπακοής κι υποχωρήσεων, να χρησιμοποιήσω το ένα και μοναδικό, ανεπανάληπτο δευτερόλεπτο, για το αποφασιστικό χτύπημα. Δε ξέρω αν σήμερα σ' εκείνη τη μικρή πόλη ο κ. Μπένο με τ' όνομά του ή με τ' όνομά μου έχει τα δυο μαγαζιά, μου 'ναι αδιάφορο. Ένας απ' τους δυο μας έσβησε. Μου αρκεί αυτό.

Μα κάποτε-κάποτε με τρώει κιόλας, νά, να ξαναγύριζα, και σαν κ. Μπένο, να 'κανα εκεί ένα μαγαζί με παντελόνια, αν με ρωτήσετε, μα σκέφτομαι έπειτα, δεν πάει να εκμεταλλεύεσαι υπερβολικά μια νίκη. Εδώ έχω το μαγαζάκι μου με πράματα διαλεχτά, κανένα παντελόνι δεν κρέμεται κολλημένο στ' άλλο, στις δυο βιτρίνες μου παίζουν τα γάντια μεταξύ τους, γυάλινα πόδια παρακαλούν τις κάλτσες να τους έχουν εμπιστοσύνη, μια ομπρέλα στέκεται πάλι πλάγια και αγρυπνεί αυστηρά για όλα και λέω στον εαυτό, καλύτερα να μην είσαι πιο τολμηρός απ' ό,τι πρέπει. Και θα 'μαι ευχαριστημένος αν δεν κυριέψει τον κ. Μπένο, ή πώς τον λένε τώρα, η αλαζονεία και τον παρασύρει να ψάξει να με βρει. Κάθε πρωί κοιτάω πρώτα-πρώτα το μαγαζί απέναντι, είναι δυστυχώς μαγαζί γραμματοσήμων, μα λογίζω τον εαυτό μου ευχαριστημένο όταν βλέπω εκεί μέσα στ' άσπρα πλαίσια ότι βρίσκονται ακόμη τα γραμματόσημα, οδοντωτά, τετράγωνα ή παραλληλόγραμμα. Πού και πού κάνω επίσκεψη στον ηλικιωμένο κύριο απέναντι και τον ρωτώ πώς πάει το μαγαζί (έχω πάντα, ομολογώ δυσπιστία στα μαγαζιά γραμματοσήμων), του προσφέρω άτοκα δάνεια κι αγοράζω, όταν αρνείται ντροπαλά τα δάνεια, μερικά γραμματόσημα χωρίς στο ελάχιστο να παζαρέψω την τιμή τους. Έχει κληρονόμους που θα συνεχίσουνε το μαγαζί, τον ρωτώ με φωνή τρεμάμενη. Ναι, έχει, με βεβαιώνει και σφυρίζοντας διασχίζω το δρόμο πίσω για το μαγαζί μου. Κι όμως κάθε πρωί, πρέπει να κοιτάξω ανήσυχα απέναντι, γιατί δε θα 'χα πια γυναίκα την αποφασιστική στιγμή, να τον ξεγελάσω και να τον χτυπήσω. Μα επειδή τώρα ξέρω πως πρέπει να προετοιμαστεί κανείς αν έχει μαγαζί αντρικής μόδας, θα το ξανασκεφτώ, μήπως παρ' όλα αυτά πρέπει να ξαναπαντρευτώ. Χωρίς να υπολογίσουμε κιόλας, πως σου κάνει καλό επίσης να βλέπεις να βουλιάζει ο εχθρός σου στην αγκάλη της γυναίκας σου. Το πένθος έχει και τα όριά του. Τελικά η γυναίκα μου ανήκει τώρα στον άνθρωπο, που με πλησίασε όσο κανένας άλλος πριν, που μόνος ήξερε τί υπήρχε ανάμεσα σ' αυτόν κι εμένα, κι ήταν ο μόνος δηλαδή που με 'νοιωσε.

μτφ. Δημ. Βάρσος

[πηγή: περ. Το Δέντρο, τχ. 34-35 (Μάιος 1983) 608-616 (αφιέρωμα στη «Σύγχρονη γερμανόφωνη πεζογραφία»)]

εικόνα