Βιρτζίνια Γουλφ, «Η κληρονομιά»

«Στη Σίσυ Μίλερ». Στο σαλονάκι της γυναίκας του και πάνω σ' ένα μικρό τραπέζι βρισκόταν ένας ανάκατος σωρός από δαχτυλίδια και καρφίτσες. Ο Γκίλμπερτ Κλάντον πήρε στα χέρια του τη μαργαριταρένια καρφίτσα και διάβασε την αφιέρωση: «Στη Σίσυ Μίλερ, με αγάπη».

Ήταν πολύ φυσικό για την Άντζελα να θυμηθεί ακόμα και τη γραμματέα της, τη Σίσυ Μίλερ. Εκείνο που ήταν παράξενο όμως, σκέφτηκε ο Γκίλμπερτ Κλάντον γι' άλλη μια φορά, ήταν που τα 'χε αφήσει όλα τόσο καλά ταχτοποιημένα — για τον καθέναν απ' τους φίλους της κι ένα μικρό δωράκι. Λες κι είχε προμαντέψει το θάνατό της. Κι όμως η υγεία της ήταν μια χαρά όταν βγήκε απ' το σπίτι εκείνο το πρωινό, πριν έξι βδομάδες· εκείνο το πρωινό που κατέβηκε απ' το πεζοδρόμιο στην Πικαντίλυ και τη σκότωσε ένα αυτοκίνητο.

Τώρα, περίμενε να έρθει η Σίσυ Μίλερ. Την είχε παρακαλέσει να περάσει απ' το σπίτι· ύστερα από τόσα χρόνια που είχε περάσει μαζί τους, ένιωθε ότι της χρωστούσε αυτό το ενθύμιο, σαν απόδειξη ότι δεν την είχαν ξεχάσει. Ναι, ξανασκέφτηκε καθώς καθόταν εκεί και περίμενε, ήταν πολύ περίεργο που η Άντζελα τα 'χε αφήσει όλα στην εντέλεια. Σε κάθε φίλο και μια μικρή απόδειξη της αφοσίωσής της. Σε κάθε δαχτυλίδι, σε κάθε κολιέ, σε κάθε μικρό κινέζικο κουτάκι —είχε μανία με τα μικρά κουτάκια— ήταν γραμμένο ένα όνομα. Και το καθένα τους ξύπναγε μια ανάμνηση. Αυτό της το 'χε χαρίσει εκείνος· αυτό —το δελφίνι με το σμάλτο και τα μάτια από ρουμπίνια— το 'χαν βρει μια μέρα σ' ένα σοκάκι της Βενετίας. Θυμόταν ακόμα το μικρό, χαρούμενο ξεφωνητό της καθώς χίμηξε να τ' αρπάξει. Δεν είχε ξεχωρίσει βέβαια κάτι ιδιαίτερο γι' αυτόν, εκτός κι αν ήταν το ημερολόγιό της. Δεκαπέντε μικροί τόμοι ντυμένοι με πράσινο δέρμα, που ήταν πάνω στο γραφείο της, πίσω του. Κράταγε ημερολόγιο από τότε που 'χαν παντρευτεί. Μερικά απ' τα ελάχιστα καβγαδάκια τους —δεν άξιζαν δα τον κόπο να ονομαστούν τσακωμοί— είχαν γίνει γι' αυτό το ημερολόγιο. Όταν τύχαινε να μπει την ώρα που έγραφε, εκείνη το 'κλεινε ή το σκέπαζε με το χέρι της. «Όχι, όχι» την άκουγε να του λέει, «ίσως όταν πεθάνω». 'Eτσι, του το 'χε αφήσει κληρονομιά· το μόνο πράγμα που δεν είχαν μοιραστεί όσο ζούσε, παρόλο που εκείνος θεωρούσε πάντα δεδομένο ότι θα πεθάνει πρώτος. Μια στιγμή μονάχα να 'χε σταθεί και να σκεφτόταν τί πήγαινε να κάνει, θα 'ταν ζωντανή τώρα. Αλλά κατέβηκε απ' το πεζοδρόμιο τόσο απότομα, είχε πει ο οδηγός στην ανάκριση, που δεν του άφησε κανένα περιθώριο να φρενάρει… Κάτι ομιλίες στο χολ τον έβγαλαν απ' τις σκέψεις του.

«Η δεσποινίς Μίλερ, κύριε» είπε η υπηρεσία.

Εκείνη πέρασε μέσα. Ποτέ πριν δεν είχε βρεθεί μόνος μαζί της και ποτέ βέβαια δεν την είχε ξαναδεί δακρυσμένη. Ήταν πολύ πικραμένη, καθόλου παράξενο. Η Άντζελα είχε σταθεί γι' αυτήν κάτι πολύ παραπάνω από απλός εργοδότης. Ήταν μια φίλη. Για μένα σκέφτηκε, καθώς την παρακαλούσε να καθίσει σε μια καρέκλα, δεν είχε τίποτα που να την κάνει να ξεχωρίζει απ' τις άλλες γυναίκες του σιναφιού της. Υπήρχαν χιλιάδες Σίσυ Μίλερ — ανιαρές, μαυροντυμένες γυναικούλες που κουβαλούν χαρτοφύλακες. Η Άντζελα όμως, με την έμφυτη καλοσύνη που τη διέκρινε, είχε ανακαλύψει στη Σίσυ Μίλερ όλων των λογιών τις αρετές. Ήταν το πρότυπο της σύνεσης· τόσο εχέμυθη, τόσο αξιόπιστη, που μπορούσες να της εμπιστευτείς τα πάντα κτλ. κτλ.

Στην αρχή, η δεσποινίς Μίλερ δεν μπορούσε ν' αρθρώσει λέξη. Καθόταν εκεί και σκούπιζε τα δάκρυά της μ' ένα μαντίλι. Έπειτα έκανε μια προσπάθεια.

«Σας ζητώ συγνώμη, κύριε Κλάντον» είπε.

Την καταλάβαινε βέβαια. Ήταν πολύ φυσικό, μουρμούρισε εκείνος. Δεν ήταν δύσκολο να φανταστεί τί σήμαινε γι' αυτήν η γυναίκα του.

«Ήμουν τόσο ευτυχισμένη εδώ» είπε εκείνη, απλώνοντας το βλέμμα της τριγύρω. Τα μάτια της στάθηκαν στο γραφείο που ήταν από πίσω του. Εκεί καθόντουσαν και δούλευαν — αυτή κι η Άντζελα. Γιατί η Άντζελα είχε μοιραστεί μαζί της τα βαριά καθήκοντα που επιφύλασσε η μοίρα στη γυναίκα ενός διακεκριμένου πολιτικού. Τον είχε βοηθήσει στη σταδιοδρομία του όσο κανείς άλλος. Τις είχε δει αμέτρητες φορές να κάθονται μαζί σ' εκείνο το γραφείο — η Σίσυ στη γραφομηχανή; κι εκείνη να της υπαγορεύει γράμματα. Στιγμές που ασφαλώς η δεσποινίς Μίλερ αναπολεί τώρα, κοντά σ' όλα τ' άλλα. Τέλος, πάντων, το μόνο που είχε να κάνει αυτός, ήταν να της δώσει την καρφίτσα που της άφησε η γυναίκα του. Αν κι απ' ό,τι φαινόταν, δεν ήταν και πολύ πετυχημένη εκλογή. Ίσως θα 'ταν καλύτερα να της άφηνε κάποιο χρηματικό ποσόν, ή έστω τη γραφομηχανή. Όμως τώρα έγινε — «Στη Σίσυ Μίλερ, με αγάπη». Έτσι, πήρε την καρφίτσα και της την πρόσφερε μ' ένα μικρό λογίδριο που είχε προετοιμάσει. Ήταν σίγουρος, είπε, ότι θα εκτιμούσε σωστά την αξία αυτού του μικρού δώρου. Η γυναίκα του τη φόραγε πολύ συχνά… Κι εκείνη, σα να 'ταν επίσης προετοιμασμένη από πριν, του απάντησε, καθώς την έπαιρνε, ότι θα τη φύλαγε πάντα σα θησαυρό… Εκείνος σκέφτηκε ότι θα πρέπει να της βρίσκονταν και τίποτ' άλλα ρούχα που να ταίριαζαν κάπως με τη μαργαριταρένια καρφίτσα, πέρα απ' αυτή τη μαύρη ζακέτα και τη φούστα που φαίνονταν να 'ναι η επαγγελματική της στολή. Έπειτα θυμήθηκε ότι είχε πένθος. Είχε κι αυτή την τραγωδία της — ένας αδερφός, που του ήταν πολύ αφοσιωμένη, είχε πεθάνει μόλις μια δυο βδομάδες πριν απ' την Άντζελα. Σε κάποιο ατύχημα; Δεν μπορούσε να θυμηθεί — μονάχα η Άντζελα του το 'χε αναφέρει, εξάλλου. Η Άντζελα που, με την έμφυτη καλοσύνη της, είχε αναστατωθεί τρομερά. Στο μεταξύ, η Σίσυ Μίλερ είχε σηκωθεί. Έβαζε τα γάντια της. Δεν ήθελε προφανώς να γίνει ενοχλητική. Δε γινόταν όμως να την αφήσει να φύγει χωρίς να της πει μια κουβέντα για το μέλλον της. Τί σκόπευε να κάνει τώρα; Υπήρχε κάποιος τρόπος που να μπορούσε να τη βοηθήσει;

Εκείνη είχε τα μάτια της καρφωμένα στο τραπέζι, εκεί που καθόταν άλλοτε με τη γραφομηχανή της, εκεί που βρισκόταν το ημερολόγιο. Κι αφημένη στην ανάμνηση της Άντζελας, δεν απάντησε αμέσως στον υπαινιγμό για συμπαράσταση που της έκανε. Για μια στιγμή φάνηκε ότι δεν κατάλαβε. Έτσι αυτός ξαναείπε:

«Και ποια είναι τα σχέδιά σας τώρα, δεσποινίς Μίλερ;»

«Τα σχέδιά μου; Α, δεν υπάρχει πρόβλημα, κύριε Κλάντον» αναφώνησε εκείνη, «μη σκοτίζεστε σας παρακαλώ για μένα».

Δεν ήθελε να δείξει, έτσι τουλάχιστον κατάλαβε απ' τα λόγια της εκείνος, ότι χρειαζόταν οικονομική υποστήριξη κι αντιλήφθηκε ότι μια τέτοια πρόταση θα 'ταν καλύτερα να γίνει μέσα από ένα γράμμα. Αυτό που μπορούσε να κάνει τώρα ήταν να της πει, καθώς της έσφιγγε το χέρι «Και μην ξεχνάτε ποτέ δεσποινίς Μίλερ, ότι θα 'ταν ευχαρίστησή μου να σας βοηθήσω μ' οποιονδήποτε τρόπο γίνεται». Έπειτα άνοιξε την πόρτα. Εκείνη, σα να της ήρθε μια ξαφνική έμπνευση, σταμάτησε για μια στιγμή στο κατώφλι.

«Κύριε Κλάντον» είπε, κοιτώντας τον μες στα μάτια για πρώτη φορά, κι ήταν επίσης η πρώτη φορά που εκείνος ένιωσε την έκφραση συμπάθειας, αν και όχι ολότελα απαλλαγμένη από κάποια ερευνητική διάθεση, που είχαν τα μάτια της. «Αν κάποτε» συνέχισε, «υπάρξει κάτι που να μπορέσω να σας βοηθήσω, μην ξεχνάτε ότι θα νιώσω, για χάρη της γυναίκας σας, μεγάλη χαρά…»

Μετά έφυγε. Τόσο τα λόγια της όσο και το ύφος που τα συνόδευε, τον ξάφνιασαν. Ήταν σχεδόν σα να πίστευε ή να έλπιζε ότι θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί στην ανάγκη της. Καθώς γύρναγε στην καρέκλα του, του ήρθε μια περίεργη, σχεδόν τρελή ιδέα. Μήπως κι όλ' αυτά τα χρόνια, που αυτός μόλις και μετά βίας την είχε προσέξει, εκείνη είχε καλλιεργήσει, όπως λένε οι λογοτέχνες, ένα αίσθημα απέναντί του; Καθώς περνούσε πλάι στον καθρέφτη, κοίταξε φευγαλέα το είδωλό του. Είχε πατήσει πια τα πενήντα· δεν μπορούσε όμως να μην παραδεχτεί, όπως εξάλλου φανέρωνε κι ο καθρέφτης, ότι ήταν ακόμα ένας πολύ εμφανίσιμος άντρας.

«Κακομοίρα Σίσυ Μίλερ!» είπε, χαμογελώντας αδιόρατα. Τί καλά που θα 'ταν να μοιραζόταν αυτό το αστείο με τη γυναίκα του. Γύρισε αυθόρμητα προς το ημερολόγιό της. «Ο Γκίλμπερτ» διάβασε ανοίγοντας στην τύχη, «ήταν τόσο υπέροχος…» Θαρρείς και του είχε αποκριθεί στην ερώτησή του. Και βέβαια, έμοιαζε να του λέει, είσαι πολύ ελκυστικός στις γυναίκες. Και βέβαια η Σίσυ Μίλερ έτρεφε κάποιο αίσθημα για σένα. Συνέχισε το διάβασμα. «Πόσο περήφανη νιώθω που είμαι γυναίκα του!» Κι αυτός ήταν πάντα πολύ περήφανος που είχε μια τέτοια γυναίκα. Πόσες και πόσες φορές, όταν δειπνούσαν έξω, δεν την είχε κοιτάξει στο τραπέζι, λέγοντας από μέσα του: δεν υπάρχει πιο αξιολάτρευτη γυναίκα εδώ πέρα! Προχώρησε παρακάτω. Ήταν η πρώτη φορά που έβαζε υποψηφιότητα για το κοινοβούλιο. Είχαν περιοδεύσει μαζί στην περιφέρειά του. «Όταν ο Γκίλμπερτ κάθισε, οι επευφημίες ήταν κάτι το απερίγραπτο. Ολόκληρο το ακροατήριο είχε σηκωθεί και τραγουδούσε: For he's a jolly good fellow. Εμένα έτρεμαν τα πόδια μου απ' τη συγκίνηση». Ναι, τα θυμόταν όλ' αυτά. Εκείνην καθισμένη πλάι του, πάνω στην εξέδρα· και το βλέμμα που του έριξε· και τα μάτια της πλημμυρισμένα δάκρυα. Κι έπειτα; Γύρισε μερικές σελίδες. Είχαν πάει στη Βενετία. Ξανάφερε στο μυαλό του εκείνες τις ευτυχισμένες διακοπές μετά τις εκλογές. «Τρώγαμε παγωτό στου Φλόριαν». Χαμογέλασε — πόσο παιδί ήταν· της άρεσαν τα παγωτά. «Ο Γκίλμπερτ μου έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση της ιστορίας της Βενετίας. Μου είπε ότι οι δόγηδες…» κι είχε γράψει όλη τη συνέχεια με τον παιδικό της γραφικό χαρακτήρα. Ένα απ' τα πράγματα που έκανε τα ταξίδια του με την Άντζελα απολαυστικά, ήταν η προθυμία της ν' αποκτά καινούργιες γνώσεις. Έλεγε κάθε τόσο ότι ήταν απελπιστικά αμαθής, σάμπως κι αυτό να μην ήταν μια απ' τις χάρες της. Κι ύστερα —άνοιξε τον επόμενο τόμο— έπρεπε να γυρίσουν στο Λονδίνο. «Ήθελα τόσο πολύ να κάνω καλή εντύπωση. Φόρεσα το νυφικό μου φόρεμα». Την έβλεπε τώρα να κάθεται δίπλα στον γηραιό Σερ Έντουαρντ και να κατακτά αυτόν τον τρομερό γέρο, τον αρχηγό του. Τώρα διάβαζε πιο βιαστικά, αναπαριστώντας στο μυαλό του τη μια σκηνή μετά την άλλη, από τ' ασύνδετα αποσπάσματά τους. «Δειπνήσαμε στη Βουλή των Κοινοτήτων… Σε μια εσπερίδα στους Λάβγκροουβ. Η Λαίδη Λ. με ρώτησε αν έχω επίγνωση των ευθυνών μου σαν γυναίκα του Γκίλμπερτ». Έπειτα, με το πέρασμα του χρόνου —πήρε απ' το γραφείο έναν άλλο τόμο— η δουλειά του τον απορροφούσε όλο και πιο πολύ. Κι εκείνη έμενε, βέβαια, όλο και πιο συχνά μονάχη… Το 'χε μεγάλο καημό, προφανώς, που δεν είχαν κάνει παιδιά. «Πόσο θα 'θελα» διάβασε κάπου, «να 'χε ο Γκίλμπερτ ένα γιο!» Δεν ήταν καθόλου παράξενο που αυτός δε στενοχωρήθηκε ποτέ για κάτι τέτοιο. Και χωρίς παιδιά η ζωή είχε σταθεί για κείνον αρκετά γεμάτη και πλούσια. Εκείνη τη χρονιά είχε μπει στα κατώτερα κλιμάκια της κυβέρνησης. Δεν ήταν και καμιά σπουδαία θέση, όμως το δικό της σχόλιο ήταν: «Είμαι εντελώς σίγουρη τώρα ότι θα γίνει πρωθυπουργός!» Ναι, θα μπορούσε να 'χει γίνει κι αυτό, αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Εδώ στάθηκε λίγο, για να συλλογιστεί τί θα μπορούσε να 'χε συμβεί. Η πολιτική είναι ρίσκο, σκέφτηκε· αλλά το παιχνίδι δεν τέλειωσε ακόμα. Απ' τα πενήντα. Έριξε μια γρήγορη ματιά σε κάμποσες σελίδες, γεμάτες από μικρές λεπτομέρειες· ασήμαντες, ευτυχισμένες, καθημερινές λεπτομέρειες που γέμιζαν τη ζωή της.

Πήρε έναν άλλον τόμο και τον άνοιξε στην τύχη. «Τί δειλή που είμαι! Άφησα και πάλι την ευκαιρία να μου ξεφύγει. Μου φάνηκε όμως εγωιστικό να τον φορτώσω με τα δικά μου, τη στιγμή που έχει τόσες σκοτούρες. Κι είναι πια τόσο σπάνιο να έχουμε μια δική μας βραδιά». Τί σήμαινε αυτό; Α, νά η εξήγηση — εννοεί τη δουλειά που έκανε στο Ηστ Εντ. «Τελικά, έκανα κουράγιο και μίλησα στον Γκίλμπερτ. Στάθηκε τόσο ευγενικός, τόσο καλός. Δεν έφερε καμιά αντίρρηση», θυμήθηκε εκείνη τη συζήτηση. Του είχε πει ότι ένιωθε πολύ αργόσχολη κι άχρηστη. Ήθελε να κάνει κι αυτή κάτι από μόνη της. Ήθελε να κάνει κάτι —θυμήθηκε πόσο χαριτωμένα είχε κοκκινίσει όταν το είπε, καθισμένη σ' αυτήν εδώ την καρέκλα— για τους άλλους. Εκείνος την είχε πειράξει λιγάκι. Δεν της έφταναν οι φροντίδες που 'χε γι' αυτόν και για το σπίτι; Βέβαια, αν τη διασκέδαζε, δεν είχε καμιά αντίρρηση. Τί ακριβώς όμως είχε στο μυαλό της; Καμιά περιφέρεια; Καμιά επιτροπή; Μόνο που θα έπρεπε, φυσικά, να του υποσχεθεί ότι θα πρόσεχε την υγεία της. Έτσι, κάθε Τετάρτη πήγαινε, πολύ πιθανόν, στο Γουάιτσάπελ. Θυμήθηκε πόσο απεχθανόταν τα ρούχα που φόραγε σ' εκείνες τις περιπτώσεις. Αλλά, απ' ό,τι φαίνεται, εκείνη το 'χε πάρει πολύ στα σοβαρά. Το ημερολόγιο ήταν γεμάτο από αναφορές του είδους: «Συνάντησα την κυρία Τζόουν… Έχει δέκα παιδιά… Ο άντρας της έχασε το χέρι του σε ατύχημα… Έκανα ό,τι πέρναγε απ' το χέρι μου για να βρω μια δουλειά στη Λίλυ». Πήδηξε παρακάτω. Τ' όνομά του αναφερόταν όλο και πιο αραιά. Το ενδιαφέρον του μειώθηκε. Μερικά σημεία δεν του έλεγαν τίποτα. Για παράδειγμα: «Είχα μια έντονη λογομαχία με Β.Μ για τον σοσιαλισμό». Ποια ήταν η Β.Μ.; Δεν μπορούσε να συμπληρώσει τ' αρχικά· κάποια γυναίκα, φαντάστηκε, που συνάντησε σε μια απ' τις περιοχές της. «Ο Β.Μ. έκανε μια σφοδρή επίθεση ενάντια στις ανώτερες τάξεις… Μετά τη συγκέντρωση, ο Β.Μ. με συνόδεψε κι εγώ προσπάθησα να τον μεταπείσω. Είναι όμως τόσο στενόμυαλος». Ώστε άντρας ήταν ο Β.Μ. — σίγουρα κανένας από κείνους τους «διανοούμενους», όπως αποκαλούν τον εαυτό τους, που είναι τόσο ορμητικοί, όπως πολύ σωστά λέει κι η Άντζελα, και τόσο ξεροκέφαλοι. Τον είχε προσκαλέσει να την επισκεφθεί. «Ο Β.Μ. ήρθε για το δείπνο. Αντάλλαξε χειραψία με τη Μίνυ!» Η τελευταία πρόταση συμπλήρωνε την εικόνα που είχε σχηματίσει στο μυαλό του για τον Β.Μ. Ήταν φανερό ότι δεν ήταν καθόλου συνηθισμένος στις σερβιτόρες· είχε ανταλλάξει χειραψία με τη Μίνυ. Πρέπει να 'ταν κανένας από κείνους τους μισθοδίαιτους, που τους αρέσει να επιδεικνύουν τις απόψεις τους στα σαλόνια των γυναικών. Τους ήξερε αυτούς τους τύπους ο Γκίλμπερτ, κι αυτό το συγκεκριμένο δείγμα ο Β.Μ., όποιος και να 'ταν, δεν του προξενούσε κανενός είδους συμπάθεια. Νά τον πάλι. «Επισκεφθήκαμε με τον Β.Μ. τον Πύργο του Λονδίνου… Είπε ότι δε χωράει αμφιβολία, η επανάσταση πλησιάζει. Είπε ότι όλοι εμείς ζούμε στα σύννεφα». Βέβαια, όλο κάτι τέτοια λένε αυτοί — ο Γκίλμπερτ θαρρούσε πως τον άκουγε να μιλάει σα να 'ταν εκεί. Μπορούσε, επίσης, να φανταστεί πολύ εύκολα το παρουσιαστικό του — ένας κοντόχοντρος ανθρωπάκος με ακατάστατη γενειάδα, κόκκινη γραβάτα, ντυμένος όπως όλοι τους με τουήντ, χωρίς μια μέρα τίμιας εργασίας στη ζωή του. Είχε αλήθεια το μυαλό η Άντζελα για να μην ξεγελαστεί;

Συνέχισε παρακάτω: «Ο Β.Μ. μίλησε πολύ άσκημα για — » Το όνομα είχε σβηστεί προσεχτικά. «Του είπα ότι δεν ήθελα να ξανακούσω άλλες βρισιές για τον —» Το όνομα ήταν και πάλι μουντζουρωμένο. Λες να 'ταν το δικό του; Αυτός ήταν ο λόγος που η Άντζελα σκέπαζε τόσο βιαστικά αυτά που έγραφε όταν έμπαινε εκείνος; Αυτή η σκέψη δυνάμωσε την αντιπάθειά του για τον Β.Μ. Είχε το θράσος να τον κουτσομπολεύει μέσα σ' αυτό εδώ το δωμάτιο. Γιατί όμως η Άντζελα δεν του είχε μιλήσει ποτέ γι' αυτόν; Ήταν πρότυπο ειλικρίνειάς, της ήταν αδύνατο να κρύψει το παραμικρό. Γύρισε τις σελίδες, σταματώντας όποτε υπήρχε κάτι για τον Β.Μ. «Ο Β.Μ. μου μίλησε για τα παιδικά του χρόνια. Η μητέρα του ήταν καθαρίστρια… Σαν το σκέφτομαι, μου είναι αβάσταχτη η πολυτέλεια της ζωής μου… Τρεις γκινέες για ένα καπέλο!» Γιατί να μην κουβεντιάσει το θέμα μαζί του, αντί να κάθεται να ζαλίζει το φτωχό της το κεφαλάκι μ' ερωτήσεις που της ήταν αδύνατο να κατανοήσει! Της είχε δανείσει βιβλία. Καρλ Μαρξ. Η επερχόμενη επανάσταση. Τα αρχικά Β.Μ., Β.Μ. Β.Μ., αναφέρονταν επανειλημμένα. Γιατί όμως ποτέ ολόκληρο τ' όνομα; Υπήρχε μια φιλικότητα, μια οικειότητα στη χρήση των αρχικών, που δεν ταίριαζε καθόλου στην Άντζελα. Τον έλεγε έτσι κι από κοντά; Συνέχισε το διάβασμα. «Ο Β.Μ. ήρθε ξαφνικά μετά το φαγητό. Ευτυχώς, ήμουν μόνη μου». Αυτό έγινε μόλις πριν ένα χρόνο. «Ευτυχώς» —γιατί ευτυχώς;— «ήμουν μόνη». Αυτός πού ήταν εκείνο το βράδυ; Έψαξε στο καρνέ που σημείωνε τα ραντεβού του. Ήταν η βραδιά που δείπνησε στο Δημαρχείο. Κι ο Β.Μ. με την Άντζελα είχαν περάσει τη βραδιά οι δυο τους! Προσπάθησε να φέρει στη μνήμη του τις λεπτομέρειες εκείνης της βραδιάς. Τη βρήκε να τον περιμένει όταν γύρισε σπίτι; Ήταν το δωμάτιο όπως συνήθως; Σε ποια θέση ήταν τα ποτήρια στο τραπέζι; Σε ποια μεριά ήταν οι καρέκλες πλάι πλάι; Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα — απολύτως τίποτα, τίποτα εκτός απ' το λόγο που έβγαλε στο δείπνο του Δημαρχείου. Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται ανεξήγητα — η γυναίκα του δέχεται μόνη της έναν άγνωστο άντρα. Μπορεί ο επόμενος τόμος να ξεκαθάριζε τα πράγματα. Πήρε στα χέρια του δισταχτικά το τελευταίο απ' τα ημερολόγια — δεν το είχε τελειώσει ακόμη σαν πέθανε. Στην πρώτη πρώτη γραμμή ήταν πάλι εκείνος ο καταραμένος τύπος. «Δείπνησα με τον Β.Μ. Ήταν υπερβολικά ταραγμένος. Είπε ότι ήταν καιρός να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας. Προσπάθησα να του μιλήσω. Αυτός όμως δεν άκουγε τίποτα. Απείλησε ότι αν δεν…» είχε διαγράψει το υπόλοιπο της σελίδας. Είχε γράψει πάνω σ' ολόκληρη τη σελίδα «Αίγυπτος. Αίγυπτος. Αίγυπτος». Δεν μπορούσε να βγάλει λέξη· δε χωρούσε άλλη εξήγηση· αυτός ο αχρείος της είχε ζητήσει να γίνει ερωμένη του. Σ' αυτό εδώ το δωμάτιο, μονάχος μαζί της! Ο Γκίλμπερτ Κλάντον ένιωσε να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Γύρισε γρήγορα τις σελίδες. Ποια ήταν η απάντηση; Δε xρησιμοποιούσε πια αρχικά. Τώρα ήταν απλά «εκείνος». «Ήρθε πάλι, του είπα ότι δεν μπορούσα ν' αποφασίσω… Τον ικέτεψα να με παρατήσει». Της ασκούσε εξαναγκασμό μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Γιατί όμως εκείνη δεν του είχε πει τίποτα; Πώς γίνεται να δίστασε έστω και για μια στιγμή; Έπειτα: «Του έγραψα ένα γράμμα». Ακολουθούσαν λευκές σελίδες. Ύστερα υπήρχε αυτό: «Δεν απάντησε στο γράμμα μου». Ακόμα πιο πολλές άγραφες σελίδες και: «Έκανε αυτό που είχε απειλήσει». Και μετά — τί υπήρχε μετά; Γύρισε τις σελίδες μία μία. Όλες κενές. Όμως τη μέρα που σκοτώθηκε, υπήρχαν τα λόγια: «Έχω τη δύναμη να το κάνω κι εγώ;» Κι εδώ τέλειωνε.

Ο Γκίλμπερτ Κλάντον άφησε το βιβλίο να πέσει στο πάτωμα. Την έβλεπε μπροστά στα μάτια του. Να στέκει στο πεζοδρόμιο, στο Πικαντίλυ. Τα μάτια της στυλωμένα μπροστά· οι γροθιές της σφιγμένες. Το αυτοκίνητο πλησιάζει…

Δεν μπορούσε να τ' αντέξει. Έπρεπε να μάθει την αλήθεια. Όρμησε στο τηλέφωνο.

«Τη δεσποινίδα Μίλερ». Σιωπή. Έπειτα άκουσε μια κίνηση στο δωμάτιο.

«Σας μιλά η δεσποινίς Μίλερ» απάντησε τελικά η φωνή της.

«Ποιος» ούρλιαξε εκείνος, «ποιος είναι ο Β.Μ.;»

Άκουγε τώρα το χτύπο του φτηνού ρολογιού πάνω απ' το τζάκι· ύστερα έναν μακρόσυρτο στεναγμό. Τελικά, η Σίσυ Μίλερ είπε:

«Ήταν ο αδελφός μου».

Ήταν ο αδελφός της· ο αδελφός της που είχε αυτοκτονήσει. «Υπάρχει» άκουσε την Σίσυ Μίλερ να τον ρωτάει, «τίποτα που να μπορώ να σας εξηγήσω;»

«Τίποτα!» φώναξε «Τίποτα!»

Αυτή ήταν η κληρονομιά που του είχε αφήσει. Του είχε φανερώσει την αλήθεια. Κατέβηκε απ' το πεζοδρόμιο για να ξανασμίξει με τον εραστή της. Κατέβηκε απ' το πεζοδρόμιο για να ξεφύγει από κείνον.

[πηγή: Βιρτζίνια Γουλφ, Στοιχειωμένο σπίτι και άλλα διηγήματα, μτφ. Δέσποινα Κερεβάντη & Γιάννης Βαλούρδος, Γράμματα, Αθήνα 1987, σ. 164-175]

εικόνα