Λεξικό


Αγαρηνός [και Αγαρινός], (κατά τους Βυζαντινούς) ο μουσουλμάνος, κυρίως ο Άραβας. (μτφ) ο σκληρός, ο βάρβαρος και βίαιος άνθρωπος.

αλαφροήσκιωτος [ή αλαφροΐσκιωτος], αυτός που μπορεί να βλέπει μη αισθητά όντα (φαντάσματα, στοιχειά κ.ά. στη λαϊκή παράδοση)

αναχαίτιση, το σύνολο των αμυντικών ενεργειών που αποσκοπούν στην ανακοπή προελάσεως του εχθρού (ρ. αναχαιτίζω).

ανεγείρω, θέτω θεμέλια και κτίζω (κατοικία, ναό κ.λπ.) ή τοποθετώ, στήνω (ηρώο), (ουσ. ανέγερση).

αποδεκατίζω, [αποδεκάτισ-α, -τηκα, -μένος] εξοντώνω ομαδικά, σκοτώνω πάρα πολλούς

άρρηκτος, -η, -ο, αυτό που δεν σπάει

ασκέρια, 1. πολυπληθές στρατιωτικό σώμα που ανήκει είτε σε τακτικό είτε σε άτακτο στρατό. 2. μεγάλο ανοργάνωτο πλήθος ανθρώπων (όχλος)

βαλλίστρα, [από το ρ. βάλλω = κατευθύνω τα πυρά] όπλο που εκτόξευε βέλη

βίγλα, ψηλό σημείο από όπου μπορεί κανείς να ελέγχει μια περιοχή (φυλάκιο, παρατηρητήριο, σκοπιά).

βιγλάτορας, φύλακας, φρουρός, παρατηρητής

βρώσιμος, -η, -ο, αυτό που μπορεί να καταναλωθεί ως τροφή (ουσ. βρώση, τροφή).

γιουρούσι, σφοδρή και βίαιη έφοδος (επίθεση).

δημογέροντας, (κατά την τουρκοκρατία) αιρετός άρχοντας της ελληνικής κοινότητας με διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα

δημογραφία, (χ. πληθ.), επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη στατιστική μελέτη του πληθυσμού (δημογραφικό, αυτό που σχετίζεται με τη δημογραφία)

διαμετακομιστικό εμπόριο, η εισαγωγή εμπορευμάτων σε αποθήκες (τελωνείου) με σκοπό τη μελλοντική διοχέτευσή τους σε επιμέρους αγορές

δικαιοδοσία, η περιορισμένη εξουσία που παραχωρείται σε κρατικά όργανα ή πολίτες από το νόμο (συν. εξουσία, αρμοδιότητα)

δυναστεία, 1. ηγεμόνες (βασιλείς, αυτοκράτορες) που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση αίματος 2. οικογένεια που συγκεντρώνει στα χέρια της πολιτικο-οικονομική επιρροή 3. η άσκηση τυραννικής εξουσίας

εκκοσμίκευση, η απομάκρυνση από το θρησκευτικό χαρακτήρα και η μεταβολή προς τον κοσμικό

ενόραση, η σε βάθος αντίληψη ή κατανόηση

επάλληλος, -η, -ο, αυτός που γίνεται κατ’ επανάληψη ή με διαδοχική σειρά

έπαλξη, [επάλξεις, -εων] 1. το ανώτερο μέρος των τειχών φρουρίου ή πύργου με οδοντωτά ανοίγματα, μέσα από τα οποία πολεμούσαν οι αμυνόμενοι. 2. (μτφ) θέση αγωνιστικής ετοιμότητας, επαγρύπνησης (βρίσκεται πάντα στις επάλξεις του αγώνα).

επιφανής, αυτός που ξεχωρίζει, που διακρίνεται σε κάποιον τομέα

εποικισμός, εγκατάσταση εποίκων σε ήδη κατοικημένη περιοχή, είτε αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών με απόφαση της κεντρικής εξουσίας για πολιτικές ή στρατιωτικές σκοπιμότητες ή εκούσια μετεγκατάσταση πληθυσμών για βιοτικούς ή εργασιακούς λόγους (ουσ. έποικος, αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ξένη χώρα).

καπιτάνα, πλοίο πειρατικού στόλου που πήγαινε μπροστά, μεταφέροντας συνήθως τον αρχηγό και ισχυρότερο εξοπλισμό.

καταπέλτης, πολεμική (πολιορκητική) μηχανή, που για το γκρέμισμα των τειχών. Σε μια τροχοφόρο βάση στηρίζονταν ένας μεγάλος μοχλός, δεμένος με σχοινιά. Όταν έκοβαν τα σχοινιά που έδεναν το άκρο του μοχλού στη βάση, αυτός εκτινάσσονταν με δύναμη, εκτοξεύοντας σε μεγάλη απόσταση λίθους, βέλη, φλεγόμενα αντικείμενα κ.λπ.

κάτεργο, 1. ιστιοφόρο πολεμικό ή πειρατικό πλοίο με δυο ή τρεις σειρές κουπιών, που αργότερα παροπλισμένο και αχρηστευμένο χρησίμευε άλλοτε ως φυλακή καταδίκων και άλλοτε ως πλωτός στρατώνας. 2. [(μτφ) στον πληθ.] η φυλακή και οι σκληρές καταναγκαστικές εργασίες που συχνά συνεπάγεται.

κρήνη, 1. φυσική πηγή νερού 2. κατασκευή από την οποία ξεπηδά το νερό φυσικής πηγής 3. (μτφ) το σημείο από όπου εκπορεύεται, πηγάζει κάτι [η κρήνη του ήλιου (=από όπου πηγάζει το φως)].

μενεστρέλοι, πλανόδιοι επαγγελματίες διασκεδαστές (τραγουδιστές, θαυματοποιοί, ακροβάτες, θεατρίνοι κ.λπ.) στη δυτική Ευρώπη του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.

μετακένωση, 1. (κυριολ.) η μεταφορά υγρού από ένα δοχείο σε άλλο. 2. (μτφ) η μετάδοση ιδεών, γνώσεων κ.λπ. σε άλλο τόπο ή πρόσωπο.

μπαμπεσιά, πανουργία, δολιότητα (μπαμπέσης, μπαμπέσικος, -η, -ο).

ντάπια, θέση ισχυρά οχυρωμένη, προμαχώνας, πολεμίστρα (λαϊκ. ταμπούρι). [προσηλιακή ντάπια, η ντάπια που βλέπει προς τον ήλιο].

παραφθορά, η αλλοίωση λέξης ή κειμένου

πληρεξούσιος, αυτός που ενεργεί ως νόμιμος (εξουσιοδοτημένος) αντιπρόσωπος κάποιου (ή κάποιων).

πολιορκητικό κριό, η πολεμική μηχανή, την οποία αποτελούσε ένα μακρύ δοκάρι με ένα μεταλλικό κεφάλι κριού στην άκρη, και την οποία χρησιμοποιούσαν για να γκρεμίζουν τα τείχη ή τις πύλες πολιορκούμενης πόλης.

ρότα, 1. η πορεία, το δρομολόγιο του πλοίου. 2. (μτφ) ο προσανατολισμός. 3. μεσαιωνικό έγχορδο όργανο.

σηροτροφία, (χ. πληθ.) η εκτροφή μεταξοσκωλήκων και η παραγωγή μεταξιού

σκουτί(-ιά), ρούχα, ενδύματα

σκωπτικός, -ή, -ό, αυτός που έχει περιπαικτική διάθεση (σκώμμα, περιπαικτικός, κοροϊδευτικός λόγος).

τάγμα [πληθ. τάγματα], ομάδα προσώπων που δρουν συλλογικά, με καθορισμένη οργάνωση και έχουν αφοσιωθεί σε κοινούς στόχους.

τεκμήριο, οποιοδήποτε στοιχείο (ή γεγονός) μπορεί να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο, στο οποίο μπορεί να βασιστεί κανείς για τη διεξαγωγή συμπερασμάτων.

τοιχοδομία, (λέγεται και τοιχοδόμηση), το χτίσιμο, η ανέγερση τοίχου [ΕΤΥΜ. <τοίχος + δόμος < δέμω = χτίζω, κατασκευάζω (βλ. και δομή).

τροβαδούροι, περιπλανώμενοι επαγγελματίες ποιητές και μουσικοί, που προέρχονταν κυρίως από την τάξη των ιπποτών και ανέπτυξαν δραστηριότητα από τα τέλη του 11ου μέχρι το 13ο αιώνα. Στην κεντρική και βόρεια Γαλλία ονομάζονταν τρουβέροι, ενώ οι γερμανόφωνοι τροβαδούροι ονομάζονταν Minnesaenger και έγιναν ονομαστοί με συνθέσεις για την αγάπη και τον έρωτα (ερωτοτραγουδιστές).

υπέρθυρο, το ανώτερο τμήμα του πλαισίου πόρτας ή παραθύρου

υπόθαλψη, 1. η κρυφή ενίσχυση αρνητικού συναισθήματος ή καταστροφικής δραστηριότητας (υπόθαλψη της ανηθικότητας) 2. η κρυφή παροχή προστασίας σε κάποιον κατά παράβαση των νόμων (υπόθαλψη εγκληματία).

ψηφοθέτης, καλλιτέχνης ειδικευμένος στην κατασκευή ψηφιδωτών