Λεξικό


αδιαφιλονίκητος, -η, -ο, αυτός που δεν αμφισβητείται ή δεν διεκδικείται από κανέναν, αδιαμφισβήτητος, αναντίρρητος.
ασβεστοκονίαμα, μείγμα από ασβέστη, άμμο και νερό που χρησιμοποιείται στις οικοδομές είτε ως συνδετικό υλικό είτε για το σοβάντισμα των τοίχων.
αχρονικός (χαρακτήρας), άχρονος, αυτός που δεν υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς.
γιουρούσι, βίαιη έφοδος, επίθεση
διαμελισμός, τεμαχισμός σε μικρά κομμάτια (ρήμ. διαμελίζω).
δόμηση, 1. το χτίσιμο ενός κτιρίου, 2. ο τρόπος με τον οποίο έχει «χτιστεί» κάτι, η δομή του.
εγχάρακτος, -η, -ο, αυτός που έχει χαραχθεί σε πέτρα, ξύλο ή άλλο υλικό (χαραγμένος).
επίταξη, 1. η διαταγή (προσταγή), 2. η επιστράτευση ατόμων ή η κατάληψη ιδιοκτησίας για την εξυπηρέτηση κοινωνικών ή στρατιωτικών αναγκών σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης
ευάλωτος, -η, -ο, ο ευπαθής, ο εύθραυστος, αυτός που προσβάλλεται εύκολα από μια ασθένεια ή που έχει αδύναμο χαρακτήρα.
θυρώματα, τα πλαίσια γύρω πόρτες ή παράθυρα, τα κουφώματα.
Ιλαριώτισσα, προσωνύμιο της Παναγίας που μπορεί να σημαίνει «αυτή που φέρνει χαρά», «αυτή που καταπραΰνει τον πόνο», «αυτή που παρηγορεί» (πβλ την εκκλησιαστική φράση: φως ιλαρόν = ο Ιησούς Χριστός).
κλιμακωτά (δρομάκια), τα δρομάκια με σκάλες (από τον αρχιτεκτονικό όρο κλίμακα = σκάλα).
κοινόχρηστος χώρος, ο χώρος που χρησιμοποιείται από πολλούς, (κοινής χρήσεως).
ληνός, το πατητήρι, μικρή δεξαμενή στην οποία πατάνε τα σταφύλια για να βγει ο μούστος.
λιτός, -ή, -ό, αυτός που είναι απαλλαγμένος από στολίδια ή οτιδήποτε θεωρείται πολυτέλεια (απλός, απέριττος)
μαντάτα (τα), τα νέα, οι ειδήσεις, οι πληροφορίες (π.χ. φέρνω άσχημα μαντάτα).
μισεμός, η ξενιτιά, η μετανάστευση (ρήμ. μισεύω).
μορφολογία του εδάφους, οι μορφές και οι σχηματισμοί που παρουσιάζει η επιφάνεια της Γης.
ντελάλης, 1. (κυριολ.) αυτός που είχε παλαιότερα ως επάγγελμα να φωνάζει δημοσίως πράγματα που αφορούσαν όλο το λαό, 2. (μεταφ.) αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό (πρβλ τη φράση: έβγαλε ντελάλη).
οικοτεχνία, οικιακή βιοτεχνία.
οχυρωματικό σύστημα, αυτό που σχετίζεται με την οχύρωση μιας περιοχής, το σύνολο των έργων που κατασκευάζονται με σκοπό να προφυλάξουν έναν τόπο.
περιμετρικό τείχος, το τείχος που διαγράφει το περίγραμμα (την περίμετρο) μιας περιοχής, που περικλείει μια τοποθεσία.
πολεοδομικός σχεδιασμός, ο σχεδιασμός που επιδιώκει την αρμονική οργάνωση στο χώρο των διαφόρων τμημάτων μιας πόλης, την ανάπτυξη του οικισμού.
προνόμιο, δικαίωμα που παρέχεται σε κάποιον ευεργετικά, χωρίς να ισχύει το ίδιο για όλους (επίθ. προνομιούχος = αυτός που απολαμβάνει δικαιώματα που οι περισσότεροι δεν έχουν)
πωρόλιθος (ή πώρος), πέτρωμα ιζηματογενές (αυτό δηλ. που δημιουργείται με την καθίζηση ουσιών στο έδαφος), το οποίο χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό (επίθ. πώρινος).
ρεμπελιό, 1. η επανάσταση, η εξέγερση (π.χ. το ρεμπελιό των ποπολάρων της Ζακύνθου το 1628), 2. η αργόσχολη ζωή, η τεμπελιά.
στοιχειωμένος, τόπος που κατοικείται από φαντάσματα (π.χ. στοιχειωμένος πύργος).
συρρίκνωση, περιορισμός (ρήμ. συρρικνώνω = κάνω κάτι μικρότερο).
τιμάριο, (τσιφλίκι ή φέουδο), 1. (στα οθωμανικά χρόνια) αγροτική περιοχή που παραχωρούσε ο σουλτάνος σε κάποιον για να την εκμεταλλεύεται, με αντάλλαγμα να του προσφέρει στρατιωτική υποστήριξη, 2. (μεταγενέστερα) οτιδήποτε εκμεταλλεύεται κάποιος χωρίς να του ανήκει (πρβλ. τη φράση: το κόμμα δεν είναι τιμάριο κανενός).
τοξωτές πόρτες, (ή τοξοειδείς) αυτές που έχουν το πάνω μέρος τους κυρτό, σε σχήμα τόξου.
φέουδο, (τσιφλίκι ή τιμάριο), 1. (στα χρόνια του δυτικοευρωπαϊκού Μεσαίωνα) έκταση γης που παραχωρούσε ο ηγεμόνας σε υποτελείς του ευγενείς για να την εκμεταλλεύονται, με αντάλλαγμα να του προσφέρουν αφοσίωση, υποταγή και στρατιωτική υποστήριξη, 2. (μεταγενέστερα) οτιδήποτε εκμεταλλεύεται κάποιος χωρίς να του ανήκει.
φωτοσκιάσεις, (σε ζωγραφικό πίνακα ή φωτογραφία) η χρήση φωτεινών και σκοτεινών χρωμάτων, με σκοπό να αποδοθεί η επίδραση του φωτός και της σκιάς πάνω στα εικονιζόμενα αντικείμενα.