Ο θάνατος του Διάκου (από τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Fauriel) Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα […] Ομέρ-Βρυώνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες. Ο Διάκος σαν τ’αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη, ψιλή φωνή ν’ εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει: - Το στράτευμά μου σύναξε, μάσε τα παληκάρια, δωσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις φούχτες γλήγορα και να πιάσωμε κάτω στην Αλαμάνα, όπου ταμπούρια δυνατά έχει και μετερίζια. […] κι’ έπεσ’ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια. Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω. Κι’ [ο] Ομέρ Βριώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα: Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξης, να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης; Κι’ εκείνος τ’ απεκρίθηκε και με θυμό του λέει: -Πάτε κι’ εσείς και’ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθήτε, εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ’ απεθάνω. |