Λεξικό
αέτωμα, τριγωνικό διακοσμητικό επιστέγασμα κτηρίου (πληθ. αετώματα). αλληγορικός, -ή, -ό, (ουσ. αλληγορία = μεταφορική έκφραση), αυτός που περιέχει αλληγορίες, μεταφορικές εκφράσεις. αλυτρωτισμός, (ουσ. αλύτρωτος = αυτός που δεν έχει λυτρωθεί), πολιτική και ιδεολογική κίνηση, με την οποία επιδιώκεται η απελευθέρωση υπόδουλων ομοεθνών με παράλληλη ανάκτηση των εδαφών στα οποία ζουν. αναδύομαι, ανεβαίνω στην επιφάνεια του νερού, μεταφ. ξεπροβάλλω, γίνομαι αντιληπτός, εμφανίζομαι, (επιθ. αναδυόμενος, -η, -ο) απογραφή, 1. λεπτομερής καταγραφή πραγμάτων, 2. καταγραφή των κατοίκων μιας χώρας σε καταλόγους. αρωγή, οτιδήποτε έρχεται προς ενίσχυση, βοήθεια αστυφιλία, η τάση των αγροτικών πληθυσμών για εγκατάσταση στα μεγάλα αστικά κέντρα (η λέξη δεν έχει πληθυντικό). ασφυκτιώ, 1. δεν μπορώ να αναπνεύσω, 2. (μεταφ.) καταπιέζομαι, αισθάνομαι περιορισμένος. αυτοκέφαλη Εκκλησία, Εκκλησία με διοικητική ανεξαρτησία [το αυτοκέφαλο (χωρίς πληθ.) = η αυτοδιοίκηση, η διοικητική ανεξαρτησία]. γηγενής, -ής, -ές, ο κάτοικος ενός τόπου, ο οποίος έχει γεννηθεί στον τόπο αυτό, (αυτόχθων, ιθαγενής). δάγκειος (πυρετός), μεταδοτική ασθένεια με συμπτώματα τον υψηλό πυρετό και τα εξανθήματα. δαιδαλώδης, -ης, -ες, (ουσ. δαίδαλος = πολύπλοκη κατασκευή που μοιάζει με λαβύρινθο), περίπλοκος. δευτερογενής, -ής, -ές, αυτός που προκύπτει ως επακόλουθο, ως συνέπεια κάποιου άλλου (δευτερογενής τομέας παραγωγής = η βιοτεχνία και η βιομηχανία, δηλαδή η αξιοποίηση πρώτων υλών για την τελική δημιουργία ενός προϊόντος). δημογραφία, επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη του πληθυσμού, (δημογραφική ανάπτυξη = η ανάπτυξη που προκύπτει από την αύξηση του πληθυσμού). διαμετακομιστικό εμπόριο, η εισαγωγή εμπορευμάτων σε αποθήκες με σκοπό τη μελλοντική διοχέτευσή τους σε επιμέρους αγορές. διαπρέπω, (αόρ. διέπρεψα), δημιουργώ σημαντικό έργο, διακρίνομαι. εγχώριος,-ια, -ιο, αυτός που προέρχεται από το εσωτερικό μιας χώρας, ο ντόπιος. έξαρση, 1. βίωση έντονων συναισθημάτων (π.χ. εθνική έξαρση), 2. έντονη κλιμάκωση μιας κατάστασης (π.χ. έξαρση της βίας). εξόρυξη, η εκσκαφή σε ορυχείο, [ρημ. εξορύσσω = βγάζω από τη γη ορυκτά, επιθ. εξορυκτικός, -ή, -ό, (π.χ. εξορυκτική εταιρεία)]. επευφημίες, ζητωκραυγές και χειρονομίες που εκφράζουν ενθουσιασμό και αποδοχή (ρημ. επευφημώ) επικυρώνω, 1. πιστοποιώ την εγκυρότητα, επιβεβαιώνω, 2. προσδίδω κύρος σε κάτι, επισημοποιώ. επιχωμάτωση, το γέμισμα μιας φυσικής κοιλότητας με χώμα, η ανύψωση μιας επιφάνειας με ρίψη χωμάτων. ιδιοσυστασία, η ξεχωριστή σύσταση, το ξεχωριστό περιεχόμενο κομιτατζήδες, ένοπλα μέλη βουλγαρικών κομιτάτων (= αντάρτικες οργανώσεις), που έδρασαν εναντίον των ελληνικών πληθυσμών της Β. Ελλάδας κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. κρεβαταριά (και κρεβατίνα), οριζόντιο διχτυωτό πλαίσιο στο οποίο στερεώνονται κληματαριές (στη συγκεκριμένη περίπτωση στερεώνονται τα φύλλα του καπνού για να στεγνώσουν). μεριμνώ, φροντίζω, δείχνω έμπρακτο ενδιαφέρον νεωτερικότητα, (ή μοντερνισμός), όρος που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις νέες ιδέες και τους καινούργιους τρόπους συμπεριφοράς που υιοθετήθηκαν κυρίως μετά την επικράτηση του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στο χώρο της επιστήμης, της φιλοσοφίας της τέχνης αλλά και τις νέες τάσεις στο χώρο της οικονομίας που διαμόρφωσαν τη γενικότερη φυσιογνωμία της βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής κοινωνίας (εποχή της νεωτερικότητας) [η λέξη δεν έχει πληθυντικό, ενώ σχετικοί είναι οι όροι νεωτερίζω (= καινοτομώ, υιοθετώ καινούργιες ιδέες), νεωτερικός (= ο προοδευτικός, αυτός που ανοίγει νέους δρόμους), νεωτερισμός (= η καινοτομία, η υιοθέτηση νέων συμπεριφορών, η αποδοχή νέων τεχνικών)]. περιθάλπω, (αόρ. περιέθαλψα), 1. προσφέρω προστασία και βοήθεια,2. παρέχω ιατρική βοήθεια (ουσ. περίθαλψη). πλεόνασμα, περιττή ποσότητα, ό,τι μένει επιπλέον πολίχνη, μικρή πόλη προλετάριος, (κατά τη μαρξιστική φιλοσοφία) αυτός που ανήκει στην τάξη των μισθωτών εργατών και δεν κατέχει μέσα παραγωγής. προσάρτηση, η υπαγωγή εδαφών μιας χώρας στην κυριαρχία άλλου κράτους, (ρημ. προσαρτώ = συνάπτω, συνδέω κάτι με κάτι άλλο). προσηλωμένος, -η, -ο, αυτός που έχει σταθερή κατεύθυνση σε συγκεκριμένο σημείο, έχει στραμμένη την προσοχή του σε κάτι. σαλόνι, 1. χώρος του σπιτιού που χρησιμοποιείται για την υποδοχή και φιλοξενία επισκεπτών (αλλά και το σύνολο των επίπλων αυτού του χώρου), 2. κάθε μεγάλη αίθουσα κτηρίου που χρησιμοποιείται για φιλοξενία εκδηλώσεων (συνεστιάσεις, διαλέξεις κ.λπ.), 3. κάθε μεγάλη εμπορική έκθεση (π.χ. σαλόνι αυτοκινήτου), 4. (στη συγκεκριμένη περίπτωση) μεγάλος, ενιαίος χώρος της καπναποθήκης στον οποίο οι καπνεργάτες έκαναν την ποιοτική διαλογή των φύλλων του καπνού. συνδικαλισμός, 1. η οργάνωση ατόμων που απασχολούνται στον ίδιο τομέα παραγωγής για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους και η συλλογική δράση που τα άτομα αυτά αναπτύσσουν, 2. το σύνολο των οργανώσεων στις οποίες ενώνονται οι εργαζόμενοι για να διεκδικήσουν δικαιώματά τους. συνδικαλιστικός, -ή, -ό, (φορέας, δράση, κίνημα), αυτός που σχετίζεται με συνδικαλισμό. συνδικάτο, 1. οργάνωση ατόμων που απασχολούνται στον ίδιο τομέα παραγωγής, η οποία αποβλέπει στη βελτίωση του βιοτικού και κοινωνικού επιπέδου των εργαζομένων, 2. κάθε είδους οργάνωση που αποβλέπει στην προστασία των δικαιωμάτων των μελών της. συντρέχω, (αόρ. συνέτρεξα), προσφέρω τη βοήθειά μου, παραστέκομαι. σωματείο, 1. ένωση φυσικών προσώπων για την επιδίωξη κοινού, νόμιμου, μη κερδοσκοπικού σκοπού, 2. ένωση εργαζομένων στον ίδιο τομέα για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, συνδικάτο |