«Η Καβάλα ως καπνούπολη»




[...] Τα πρώτα χέρια της επεξεργασίας του καπνού, οι εξαστρατζίδες ή ντεξίδες κάθονται στο πάτωμα σε μια ψάθα ανά δύο σε κάθε παράθυρο, για περισσότερο φως. Τα δεύτερα και τρίτα χέρια κάθονται κοντά στους τοίχους των σαλονιών ανά δύο κι αυτοί, με τις πλάτες κολλητές. Οι καπνεργάτριες, οι πασταλτζίδες που αναλογούν μία σε δύο ντεξίδες, κάθονται ομοίως σταυροπόδι σε ψάθα απέναντι από τους ντεξίδες, σε απόσταση μισού μέτρου. Οι ντεξίδες με την βοήθεια των πασταλτζίδων διαλέγουν τα ανεπεξέργαστα καπνά και τα μετατρέπουν σε δέματα ανάλογα με την ποιότητα τους.
Τους καπνεργάτες προσλαμβάνει ο αρχιεργάτης ή πρωτομάστορας που επιβλέπει την καλή και γρήγορη επεξεργασία των καπνών, καθορίζει ανάλογα με τον εργάτη το μεροκάματο και είναι υπεύθυνος απέναντι στην εργοδοσία. Ένας αρχιεργάτης με ένα βοηθό, διευθύνει ένα με δύο σαλόνια με εβδομήντα ως εκατό εργάτες και εργάτριες. Η περίοδος της επεξεργασίας τον καπνού αρχίζει την άνοιξη και τελειώνει το φθινόπωρο. Σπάνια συνεχίζεται ως τα Χριστούγεννα. Έτσι τον χειμώνα υπάρχει ανεργία [...]

Σαπφώ Άγγελούδη, «Η Καβάλα ως καπνούπολη», Αρχαιολογία 18 (1986), σ. 49 – 50.