Μη οχυρωμένοι οικισμοί




Κύριο χαρακτηριστικό της οικιστικής φυσιογνωμίας του νησιού είναι ο μεγάλος αριθμός οικισμών. Η δημιουργία των οικισμών αυτών συνδέθηκε καταρχήν με το φεουδαλικό σύστημα των Βενετών αλλά στη συνέχεια με την ανάπτυξη του εμπορίου και την παρουσία αστικής τάξης (Ποταμός), καθώς και με περιοχές όπου η εύφορη γη ευνοούσε τις καλλιέργειες (Λιβάδι). Οι οικισμοί αυτοί αναπτύχθηκαν ακόμη περισσότερο την εποχή που το νησί βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία των Άγγλων (1814-1864). Η ένωση των Επτανήσων με την υπόλοιπη Ελλάδα (1864) έφερε την επόμενη περίοδο οικιστικής ακμής του τόπου, που πραγματοποιήθηκε με την αύξηση της αγροτικής παραγωγής και την ανάπτυξη της θαλάσσιας συγκοινωνίας. Τα σπίτια μεγάλωσαν ή χτίστηκαν νέα, όπως δηλώνουν εγχάρακτες χρονολογίες στους εξωτερικούς τους τοίχους, που σώζονται ως σήμερα. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, με την έξαρση της μετανάστευσης, άρχισε η πληθυσμιακή συρρίκνωση. Πολλά σπίτια εγκαταλείφθηκαν και αρκετοί οικισμοί έπεσαν σε μαρασμό. Η έλλειψη εκσυγχρονισμού των συγκοινωνιών δεν επέτρεψε τη μεγάλη ανάπτυξη τουρισμού, όπως συνέβη σε άλλα ελληνικά νησιά, με αποτέλεσμα ο τόπος να διατηρήσει την οικιστική του ταυτότητα σχεδόν αναλλοίωτη μέχρι σήμερα.