Η επεκτατική πολιτική της αρχαίας Αθήνας
Ο Θουκυδίδης Ιστορίαι 2.41.4: οι επιτυχημένες αλλά και αποτυχημένες στρατιωτικές επιχειρήσεις της Αθήνας αποτελούν απόδειξη της δύναμής της:
[πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα]
Η Jacqueline de Romilly, κάνοντας λόγο για την ιμπεριαλιστική πολιτική της αρχαίας Αθήνας, αναφέρει:
«Εάν, σε σύγκριση με τον νόμο της ύβρεως, ο νόμος της δύναμης καλύπτει ένα πεδίο τόσο γενικότερο, δεν φαίνεται να παραχωρεί στην ύβρι, όπως και στην πολιτική αναγκαιότητα, παρά μια πολύ ασήμαντη θέση μέσα στο σύστημα του ιμπεριαλισμού. Πράγματι, εφόσον γίνεται αποδεκτός ως αρχή με γενική ισχύ και αναγκαία για τους ιμπεριαλιστές, εξηγεί από μόνος του, επαρκώς, την εξέλιξη του ιμπεριαλισμού, και αχρηστεύει όλες τις άλλες απόψεις. Δεν μιλάει κανείς για αναγκαιότητα που προσιδιάζει σε μια αυτοκρατορία ούτε για ψυχολογική προπόνηση που προσιδιάζει σε εκείνους που γνωρίζουν την επιτυχία: η Αθήνα πράττει όπως όλος ο κόσμος, κατά το μέτρο της δύναμης που διαθέτει· η επιθυμία της δεν ερμηνεύεται ούτε με τους όρους κάποιων περιστάσεων που την τυφλώνουν ούτε με τους όρους κάποιων περιστάσεων που της επιβάλλονται παρά τη θέλησή της: η επιθυμία της βρίσκεται εντός της, είναι συμφυής με την ανθρώπινη φύση, στην οποία επιτρέπει να εκδηλωθεί κυριαρχικά. Οπότε αναρωτιέται κάποιος με ποιον τρόπο μπόρεσε ο Θουκυδίδης να συνδυάσει ερμηνείες τόσο έκδηλα ετερογενείς.
Στην πραγματικότητα δεν είναι ετερογενείς παρά μόνο εάν τις θέσουμε σε ένα επίπεδο ισότητας, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στη σκέψη του Θουκυδίδη: οι διαφορετικές λειτουργίες τους μας απαγορεύουν να τις δούμε αντιθετικά.
Οι δύο πρώτοι νόμοι έχουν αυτό το κοινό σημείο: προσδιορίζουν ως ποιον βαθμό η πράξη είναι σώφρων, συνετή, χρήσιμη. Ο πρώτος αναλύει μια κατάσταση, οι αναγκαιότητες της οποίας χρησιμεύουν ως δικαιολογίες για την Αθήνα: η ιμπεριαλιστική πόλη δεν μπορεί να επιβιώσει, εάν δεν συνεχίσει να ενεργεί με βάση τη δύναμη. Ο δεύτερος προσδιορίζει τον κίνδυνο και χρησιμεύει ως επιχείρημα για να επικριθεί η Αθήνα: η πόλη που ευημερεί, εγκαταλείπεται στη μέθη και παρασύρεται να χρησιμοποιήσει άστοχα τη δύναμή της. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, εξυπακούεται ότι η Αθήνα επιδιώκει το συμφέρον της και την επωφελέστερη χρήση της δύναμής της· εάν αυτό δεν λέγεται, είναι γιατί θεωρείται αυτονόητο. Πρόκειται άλλωστε για συζητήσεις που γίνονται εντός της πόλης και προς το συμφέρον, όλοι θα την επιδοκιμάσουν.
Και μάλιστα, αυτή είναι η αιτία για την οποία ο Θουκυδίδης, στην επιχειρηματολογία που χρησιμοποιεί όταν αντιπαραθέτει τις θέσεις που προβάλλονται στις αθηναϊκές δημόσιες συζητήσεις, δεν επιτρέπει στον εαυτό του να εξετάσει την ύβρι παρά μόνο ως κάτι αντίθετο με το πολιτικό συμφέρον και τη σύνεση: αρνείται να λάβει υπόψη αυτό που πράγματι δεν έπαιζε κανένα ρόλο.
Αυτό το αξίωμα, που λαμβανόταν ως δεδομένο στις συζητήσεις χωρίς ποτέ να δηλώνεται, είναι ακριβώς το ζητούμενο που ο τρίτος νόμος πρόκειται να διατυπώσει. Ό, τι είναι δυνατόν να γίνει, λέει, το πράττουμε. Η διατύπωσή του, που δίνεται στον διάλογο της Μήλου, τείνει απλά να ξεκαθαρίσει πως η βάση της συζήτησης θα είναι το ξυμφέρον.
Αυτός ο νόμος που εμφανίζεται τελευταίος στην ανάλυσή μας –ακριβώς επειδή εκπροσωπεί την ύψιστη αφαιρετική βαθμίδα- θα έπρεπε λοιπόν να έρχεται πρώτος σε μια θεωρητική ανασύσταση της πράξης εφόσον κατευθύνει όλα τα υπόλοιπα. Εκφράζει τη θεμελιώδη αρχή στην οποία στηρίζεται, πάντα ως ένα βαθμό, η αθηναϊκή πολιτική, ενώ οι άλλοι δύο νόμοι προσδιορίζουν τους πρακτικούς όρους.
[πηγή: Romilly de Jacqueline, O Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός, μτφρ. Λυντία Στεφάνου, Παπαδήμας, Αθήνα 2008, σσ. 453-454]
Η διαρκή επέκταση της Αθήνας ως προϋπόθεση εξυπηρέτησης των συμφερόντων της
Ο Θουκυδίδης συνέλαβε το σχέδιο καταγραφής του Πελοποννησιακού Πολέμου ήδη από την έναρξή του. Αν εξαιρούσε κανείς τις μυθώδεις διηγήσεις του Ομήρου και τα συμβάντα του απώτερου παρελθόντος, που ήταν χαμένα στην αχλύ του θρύλου, δεν είχε ποτέ πριν υπάρξει τόσο διευρυμένη πολεμική κινητοποίηση των Ελλήνων. Οι Σπαρτιάτες έβλεπαν την υπερβολική και ταχύτατη αύξηση της δύναμης των Αθηναίων με μεγάλη καχυποψία και φόβο. Οι σύμμαχοί τους στην Πελοπόννησο, και κυρίως οι Κορίνθιοι, που είχαν εκτεταμένο εμπόριο και σημαντικό στόλο, απειλούνταν και ζητούσαν βοήθεια. Οι Αθηναίοι, ωστόσο, δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω. Το συμφέρον τους βρισκόταν στη διαρκή επέκταση. Αν αποφάσιζαν να ανακόψουν την ηγεμονική πολιτική που είχαν ακολουθήσει μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων, υπήρχε ο κίνδυνος όχι μόνο να χάσουν όσα με κόπους είχαν αποκτήσει, αλλά και να ηττηθούν ολοσχερώς από το συσσωρευμένο μίσος των καταπιεσμένων συμμάχων τους. Αν δεν προχωρούσαν βίαια, κατ᾽ ανάγκην θα υποχωρούσαν τραγικά. Ικανοποίηση με τα κεκτημένα, άφεση στα υπάρχοντα και στασιμότητα δεν μπορούσαν πλέον να υπάρξουν. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος και προβλεπόταν μακρύς και επώδυνος. Αυτή ήταν η εκτίμηση του Θουκυδίδη, που άρχισε να συλλέγει το υλικό του ήδη από το 431, με αυτοψία και μαρτυρίες όσων συμμετείχαν.
Κυρτάτας Δ.Ι. & Ράγκος Σπ.Ι., Η ελληνική αρχαιότητα, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2010
[πηγή: Ψηφίδες για την Ελληνική Γλώσσα]
Και στη νεότερη ιστορία οι μεγάλες δυνάμεις έχουν δείξει κατά καιρούς ιμπεριαλιστικές διαθέσεις, όπως φαίνεται στο παρακάτω κείμενο:
Η νέα αποικιοκρατία, ως ιστορικό φαινόμενο που έμεινε γνωστό ως ιμπεριαλισμός (από τον λατινικό όρο «imperium»: αυτοκρατορία), διέφερε από τις προγενέστερες φάσεις του φαινομένου από την εξής άποψη: οι νέες αποικίες δε δημιουργήθηκαν από το δημογραφικό πλεόνασμα ή από ανεπιθύμητες θρησκευτικές ή άλλες ομάδες του πληθυσμού της Ευρώπης, ούτε ανέπτυξαν τους θεσμούς των μητροπόλεων της γηραιάς ηπείρου. Οι νέες αποικίες εγκαθιδρύθηκαν από χώρες της Ευρώπης και από τις ΗΠΑ σε υπανάπτυκτες οικονομικά και ανίσχυρες στρατιωτικά περιοχές του κόσμου, ιδίως στην Αφρική, την Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό, με τον εξαναγκασμό ή τη χρήση βίας, για να εξυπηρετήσουν κυρίως οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα των μητροπολιτικών χωρών.