Ο Μάγκας

Συμπλήρωσε τα κενά στο παρακάτω κείμενο και μετά κάνε κλικ στο κουμπί "Έλεγχος " για να ελέγξεις τις απαντήσεις σου.
Πρτη φορά βρισκόμουν σε βαπόρι. Η θάλασσα μριζε δνατά, ο άνεμος φσούσε.
Μαζί ταξίδευε όλη η οικογένα. Μα ιδιαίτερη γνριμία και φιλία είχα με τον Λουκά και τις δίδμες Άννα και Λίζα, τα τρία μικρότερα παιδιά του αφέντ μου. Αυτά έρχονταν κι έπζαν τακτικά μαζί μου, στην άκρη του περιβολιού της Κηφισιάς, όπου καθταν ο Σωτήρης ο υπρέτης, και όπου ήταν και το δικό μου σπιτάκι.
Τον αφέντη μου δεν τον πολήξερα. Είχε φτάσει από ταξίδι την παραμονή που φγαμε από την Κηφισιά, με τον μεγάλο του γιο, το Μήτσο. Ως προς τις δυο κρίες, την κυρία Βασιωτάκη και την Εύα, τη μεγάλη της κόρη, που ήταν δεκαπέντε χρονν και δεν καταδχόταν πια παιχνίδια, σχεδόν δεν τις γνριζα. Σπάνιες ήταν οι επισκέψς τους στη δική μου γνιά του κήπου και μετρμένα τα χάδια τους.
Το βαπόρι ήταν πανηγρι. Πολλοί οι επιβάτες, και με όλους ήμουν φίλος.
Μόνο με μια κοπέλα, νόστιμ γαλανομάτα Εγγλεζτσα, τα χάλασα από την πρτη μέρα.
Μα μήπως έφτγα εγώ;
Καθταν σε μια πάνινη καρέκλα κοντά στον Μήτσο και κουβέντιαζε μαζί του. Στο χέρι της, που τ' άφηνε και κρεμόταν απ' έξ από την καρέκλα, βαστούσε ένα άσπρο κουρελάκι και, ενόσ μιλούσε του Μήτσου, το κουνούσε μια εμπρός και μια πίσω, αργά αργά.