
Και τι δε μου έλεγε εμένα ο παππούλ
ς μου όταν
μουνα μικρός. Ώρες ολόκληρες έλεγε, έλεγε, κι εγώ δε χόρτ
να να τον ακούω.
Για χ
ρες μακρινές, για μέρη άγν
στα κι αλαργινά, που δεν τα βάνει ο νους του ανθρ
που. Για της θάλασσας τον αφαλό, που καταπίνει τα καράβια, και για τη χ
ρα των Σκυλοκέφαλων, κι ακόμα για τη Γοργόνα, την αδελφή του Μεγαλέξαντρου, και γι’ άλλα τέτ
α φοβερά και τρομερά που κρ
βει τούτη η πλάση.
– Αλήθεια, παππού; τον ρ
τούσα.
– Αλ
θεια, ψ
χή μου, απαντούσε εκ
νος.
Βασιλοπούλες όμορφες περίμεναν μέσα σε πλουμιστά παλάτια το ραφτόπουλό τους, κι εγώ δεν έβλεπα την
ρα να μεγαλώσω λίγο και να φ
γω απ’ το χ
ριό, να βγω στον κόσμο, να πάω στην Πόλη και στην Αγια-Σοφιά. Δεν άργ
σε να ’ρθει αυτή η
ρα. Η μάνα μού ετ
μασε το μπογαλάκι μου και μ’ έστ
λε στην Πόλη, σ’ ένα ράφτη σπουδ
ο και τρανό.
– Να πας να μάθεις την τέχνη, να γίνεις ραφτόπουλο, να βγάζεις το ψ
μί σου. Έτσι μου
πε.