Το παρόν μαθησιακό αντικείμενο απεικονίζει το πάνω μέρος της σκηνής του Ωδείου του Ηρώδου του Αττικού, ένα υπέροχο μνημείο που μάγεψε τον περιηγητή Παυσανία και είναι γνωστό και ως Ηρώδειο. Δεσπόζει στο δυτικό άκρο της Νότιας Κλιτύος της Ακρόπολης και είναι το τρίτο, που κατασκευάσθηκε στην αρχαία Αθήνα, μετά το ωδείο του Περικλή και το ωδείο του Αγρίππα. Οικοδομήθηκε κατά τη διάρκεια του 2ου αι. μ.Χ., με χρήματα που προσέφερε ο Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης, γνωστός γόνος μεγάλης αθηναϊκής οικογένειας και ευεργέτης, σε ανάμνηση της συζύγου του Ρήγιλλας. Το Ωδείο, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για μουσικές εκδηλώσεις, ήταν στεγασμένο και είχε συνολική χωρητικότητα 5.000 ατόμων. Η σκηνή ήταν υπερυψωμένη και ο τοίχος της, που έχει σωθεί σε ύψος 28 μ., διαρθρωνόταν σε τρεις ορόφους. Στο ανώτερο τμήμα του υπήρχαν αψιδωτά ανοίγματα και στο κατώτερο τρίστυλες προστάσεις και κόγχες, στις οποίες τοποθετούνταν αγάλματα, σύμφωνα με την παράδοση που ακολουθούσαν τα ρωμαϊκά θέατρα. Εκατέρωθεν της σκηνής υπήρχαν κλίμακες, που οδηγούσαν στο άνω διάζωμα του κοίλου. Μπροστά από τον εξωτερικό τοίχο της σκηνής διαμορφωνόταν μία στοά, το μετασκήνιο. Ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικά και γραμμικά μοτίβα κάλυπταν τις εισόδους των κλιμακοστασίων και του μετασκηνίου. Η συγκεκριμένη εικόνα δημοσιεύτηκε το 1816 στο βιβλίο των αρχιτεκτόνων και περιηγητών Stuart, J. & Revett, N.The Antiquities of Athens measured and delineated by James Stuart F.R.S. and F.S.A. and Nicholas Revett painters and architects, vol. IV (Ed. Josiah Wood and Joseph Taylor), London:Thomas Bentham. Την εποχή που επισκέφθηκαν την Αθήνα το Ωδείο και συγκεκριμένα το κοίλο, που η επίχωσή του είχε φτάσει σχεδόν ως την πρώτη σειρά των ανοιγμάτων του μετωπικού τοίχου της σκηνής, σπέρνονταν με χόρτο για να βόσκουν και να γυμνάζονται τα άλογα του Ντιντάρ Αγά της Αθήνας.