Ανεξάρτητα από την κριτική που δέχθηκε, όπως μας πληροφορεί η πηγή της Ι.Βιγγοπούλου, το έργο του Le Roy, άσκησε μεγάλη επίδραση στην τέχνη και την αρχιτεκτονική της εποχής του. Παράλληλα δεν παύει να αποτελεί μια μαρτυρία για τον τρόπο με τον αντιμετώπισε ο ίδιος τα μνημεία και τις τοποθεσίες που επισκέφτηκε στην Ελλάδα, μεταφέροντας μια εικόνα της χώρας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Μάλιστα η συσχέτιση ανάμεσα στους αρχαιοελληνικούς ιωνικούς κίονες και αυτούς που ο ίδιος εντόπισε σε ρωμαϊκά μνημεία, μπορεί να αξιοποιηθεί ως επιπλέον πληροφοριακό εποπτικό υλικό, στο μάθημα της Ιστορίας, επιβεβαιώνοντας τη συνύπαρξη, προσέγγιση και αλληλεπίδραση του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού και τη συνεισφορά των Ελλήνων στη δημιουργία του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Άλλωστε είναι ιστορικά καταγεγραμμένο ότι οι Ρωμαίοι γοητεύθηκαν από την τέχνη των Ελλήνων και έκτισαν σπίτια και δημόσια κτίρια με ελληνικά σχέδια στολίζοντάς τα με αγάλματα και έργα τέχνης Ελλήνων τεχνιτών. Η αναζήτηση εκ μέρους των μαθητών/τριών αντίστοιχων εικόνων για τα μνημεία (μέσω διαδικτύου) από όπου προέρχονται τα σχέδια που δημιούργησε ο Le Roy στα 1770, μπορεί να συμβάλλει στην επιπλέον τεκμηρίωση της ιστορικής καταγραφής ενώ ο εντοπισμός ομοιοτήτων μέσα από τη σύγκρισή τους μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρόσθετη άντληση της ιστορικής γνώσης.
Επίσης τον οπτικό και κριτικό γραμματισμό των μαθητών/τριών μπορεί να καλλιεργήσει ο εντοπισμός της τοποθεσίας των μνημείων (μέσω της εφαρμογής Google Earth) και η εξέταση της θέσης του Ερέχθειου και του ναού του Πορτούνου στο πολεοδομικό συγκρότημα της αρχαίας Αθήνας και Ρώμης αντίστοιχα. Προς την ίδια κατεύθυνση μπορεί να κινηθεί και η αντιπαραβολή αναπαραστάσεων κιονόκρανων και κιόνων σύγχρονων αρχιτεκτόνων και ιστορικών με τα σχέδια που παρέδωσε πριν από τόσους αιώνες ο περιηγητής Le Roy για τους ίδιους χώρους.