Ο ποιητής και πεζογράφος Αργύρης Εφταλιώτης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη, απεικονίζεται στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, πορτρέτο. Ένα μεγάλο μέτωπο με λίγες ρυτίδες, πλαισιωμένο με μαύρα μαλλιά και πυκνά φρύδια που σκιάζουν τα βαθουλωτά μάτια του, μια μεγάλη, ίσια μύτη και ένα ελαφρύ χαμόγελο που προκαλεί μια έντονη, βαθιά ρυτίδα γύρω από το καλοφτιαγμένο στόμα και το θεληματικό πηγούνι του συνθέτουν το πρόσωπό του, όπου ζωγραφίζεται ένα εκφραστικό, νοσταλγικά αισιόδοξο βλέμμα, καθώς βλέπει μπροστά. Φορά μαύρο σακάκι, μαύρη γραβάτα και λευκό πουκάμισο με άσπρο, μεγάλο, στρογγυλό γιακά. Το ένδυμα τονίζει την κοινωνική του θέση, ένας αστός, που ξεκίνησε από τον Μόλυβο της Μυτιλήνης και έφτασε στο Μάντσεστερ, το Λίβερπουλ, τη Βομβάη και καταστάλαξε στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου και πέθανε. Αυτή η μακρόχρονη ξενιτιά του στάθηκε και ο μόνιμος καημός και το συχνότερο θέμα για τα έργα του ξεκινώντας με τη συλλογή ποιημάτων τα «Τραγούδια ξενιτευμένου». Το φιλολογικό ψευδώνυμο, Αργύρης Εφταλιώτης, απόρροια της νοσταλγίας του, υπογραμμίζει την έκφραση της έγνοιας του για την πατρική γη και την λαϊκή παράδοση, όπως αυτή αποτυπώνεται στη συλλογή διηγημάτων του «Νησιώτικες ιστορίες», έγνοια που κορυφώνεται με την προσχώρησή του στο κίνημα του δημοτικισμού, εδώ εντάσσεται και η μετάφραση της «Οδύσσειας» που έκανε, ενώ η πίστη του σε αυτόν ενέπνευσε στη συνέχεια σχεδόν όλα τα κείμενά του όπως την «Ιστορία της Ρωμιοσύνης» και το μεγάλο συνθετότερο αφήγημα «η Μαζώχτρα».