Ξυλογραφία του περίφημου Κολοσσού της Ρόδου, ενός από τα "Επτά Θαύματα" του αρχαίου κόσμου. Δημοσιεύτηκε στο έργο "Cosmographie du Levant" (1556) του κοσμογυρισμένου Γάλλου γεωγράφου, συγγραφέα και Φραγκισκανού μοναχού André Thevet (1516-1590). Πρόκειται για μια υποθετική αναπαράσταση, αφού το γιγαντιαίο αυτό άγαλμα δεν υπήρχε την εποχή που επισκέφτηκε ο συγκεκριμένος περιηγητής τη Ρόδο. Δε βρέθηκε, μάλιστα, ποτέ, και ό,τι γνωρίζουμε γι’ αυτό προέρχεται από την αρχαία γραμματεία. Εκεί αναφέρεται ότι ήταν άγαλμα που αναπαριστούσε το θεό Ήλιο, προστάτη της πόλης, και κατασκευάστηκε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ, από το Λίνδιο γλύπτη Χάρη, μετά την απόκρουση της πολιορκίας του νησιού από το Δημήτριο Πολιορκητή. Ήταν ορειχάλκινο, με εσωτερικές ενισχύσεις από σίδερο, και είχε ύψος 30-32 μέτρα. Καταστράφηκε από σεισμό, 66 μόλις χρόνια μετά την κατασκευή του. Τον 7ο αι. μ.Χ., τα υπολείμματά του τεμαχίστηκαν από Σαρακηνούς εισβολείς στη Ρόδο και πουλήθηκαν για το μέταλλό τους. Η εικόνα το παρουσιάζει να στέκεται με τα πόδια ανοιχτά στο λιμάνι της Ρόδου, να φέρει στο στήθος καθρέφτη και να κρατά σπαθί στο ένα χέρι και δόρυ στο άλλο, ενώ ένα πλοίο περνάει κάτω από τα σκέλη του, σε μια αγριεμένη θάλασσα. Νεότερες έρευνες, πάντως, θεωρούν ότι ο Κολοσσός δεν πρέπει να είχε στηθεί στο λιμάνι και τον τοποθετούν στην παλιά πόλη της Ρόδου.