Τα σονέτα του Λ. Μαβίλη: Ελιά. Ανεμόμυλος. Καρδάκι. Excelsior! Λήθη. Καλλιπάτειρα. Μούχρωμα. Αφιέρωση. Αμίλητα. Ιάκωβος Πολυλάς. Χάρρις. Νίκος Κογεβίνας. Άλκής Παλαμάς. Angelika farfalla. Νίκη. Κρήτη. Έχουν άρτια μορφή και εξαίρετο περιεχόμενο, το οποίο πάντως χαρακτηρίζεται από ολοφάνερη απαισιοδοξία. Τα σονέτα του, με ενδεκασύλλαβους στίχους, είναι πολύ πιο επεξεργασμένα και περίτεχνα από των συγχρόνων του και εισάγει νέα στοιχεία, όπως το να αρχίζει η πρόταση στην μέση του στίχου, να υπάρχει διάλογος. Ο Μαβίλης όσο ωρίμαζε, αξιοποιεί την σολωμική παράδοση, που την εμποτίζει, μόνος αυτός από τους Επτανήσιους ποιητές, με τις αρχές του παρνασσισμού. Οι πηγές της έμπνευσης του Μαβίλη είναι η ομορφιά, η γυναίκα, ο έρωτας, η φύση, τα οράματα του νου και της ψυχής, η Ελλάδα, η Κέρκυρα, η φιλία, η αρετή, η πίκρα της ζωής -αυτή προπάντων-, η μελαγχολία, η απαισιοδοξία, ο μηδενισμός, και ο θάνατος «ο ωραίος». Τα ποιήματά του είναι ερωτικά, φιλοσοφικά και «ηθικά», «μυστικά», πικραμένα και απαισιόδοξα, υμνητικά της μικρής και μεγάλης πατρίδας, δοξαστικά της αρετής, και επιμνημόσυνα σε φίλους. Υπάρχει πολλή φυσιολατρία, έξαρση ψυχής, αβρή μελαγχολία και ευγένεια αισθημάτων στην ποίησή του, ενώ δεν υπάρχουν θρησκευτικά βιώματα και μεταφυσικές ανησυχίες. Ο Μαβίλης είναι ποιητής αβρός, γήινος, αρρενωπός, πολύ πονεμένος και βαθύτατα ανθρώπινος. Το κατεξοχήν έργο του, αυτό που του εξασφάλισε το όνομα του λυρικού ποιητή, είναι τα σονέτα του. Πειθαρχεί στη λιτή και αυστηρή μορφή των δεκατεσσάρων στίχων και της υποχρεωτικής ομοιοκαταληξίας, που ασφαλώς περιορίζουν την έκφραση και την ευρύτερη διατύπωση συναισθημάτων και ιδεών. Είναι αυστηρά παρνασσιακός και στέκει δίπλα στο Γάλλο Heredia, με ισάξιους ομοτέχνους του -άλλου όμως είδους- τον Γρυπάρη και τον Παλαμά.